Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐθεῖα

  • 1 ευθεια

        ἥ [εὐθύς I]
        1) (sc. ὁδός) прямая дорога Luc. или (sc. γραμμή) прямая линия
        

    κατ΄ εὐθεῖαν Arst., ἑπὴ τέν εὐθεῖαν и ἐπ΄ εὐθείας Polyb., Diod., ἀπ΄ и δι΄ εὐθείας Plut. — по прямой линии, напрямик

        2) грам. (sc. πτῶσις) прямой, т.е. именительный падеж

    Древнегреческо-русский словарь > ευθεια

  • 2 ευθεία

    η
    1) прямая линия;

    κατ' ευθείαν — или απ' ευθείας — а) прямо, по прямой, напрямик; — б) прямо, непосредственно;

    περνώ απ' ευθείας στην υπόθεση переходить прямо к делу;
    η απ' ευθείας συγκοινωνία прямое сообщение;

    η κλινάμαξα κατ' ευθείαν συγκοινωνίας — спальный вагон прямого сообщения;

    με το κατ' ευθείαν — экспрессом;

    κατ' ευθείαν στο στόχο — воен, прямое попадание;

    πηγαίνω κατ' ευθείαν — идти прямо, напрямик, прямым путём;

    2):

    ευθεία του ανέμου мор. — направление ветра;

    § τράβα ευθείαиди прямо

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευθεία

  • 3 γραμμή

    η 1.
    1) прям., перен. линия;

    ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;

    οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;

    γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;

    αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);

    γραμμή του πυρός — линия огня;

    λευκή γραμμή анат. — белая линия;

    χαράσσω γραμμές — линовать;

    2) черта, штрих;
    πλ. контур, очертание;

    τραβώ μιά γραμμή — провести черту;

    3) строка;
    4) ряд, строй, шеренга;

    βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;

    μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;

    πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;

    5) линия, путь;

    γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;

    γραμμ ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;

    αεροπορική γραμμή — авиалиния;

    γραμμή διανομής ηλεκτρ;

    κου ρεύματος линия электропередачи;

    εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;

    δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;

    6) перен. линия, направление; курс;

    γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;

    7) качество, достоинство, ценность;

    κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;

    § πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;

    σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;

    σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;

    αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;

    συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;

    2. επίρρ.
    1) прямо;

    πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;

    2) подряд; по порядку;

    τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γραμμή

  • 4 διχοτόμος

    ος, ον делящий пополам;

    διχοτόμος (ευθεία) мат.биссектриса

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διχοτόμος

  • 5 ευθύς

    I εία, ύ
    1) прямой, ровный, прямолинейный;

    ευθύς τοίχος — ровная стена;

    ευθεία γραμμή (οδός) — прямая линия (дорога);

    2) перен. прямой, прямодушный, прямолинейный;

    ευθύς άνθρωπος — прямой человек;

    ευθύς χαρακτήρ — прямой характер

    ευθύς2
    II επίρρ. вмиг, сразу, тотчас, сейчас же, сию минуту, немедленно, безотлагательно;

    ευθύς2 εξ αρχής — с самого начала;

    ευθύς2 άμα, ευθύς2 ως — или ευθύς2 μόλις — как только;

    ευθύς2 ως το εμαθε ανεχώρησε — как только он узнал об этом, он уехал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευθύς

См. также в других словарях:

  • εὐθεῖα — fem nom/voc sg εὐθύς 1 straight fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεία — εὐθεί̱ᾱ , εὐθεῖα fem nom/voc/acc dual εὐθείᾱ , εὐθύς 1 straight fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθείᾳ — εὐθεί̱ᾱͅ , εὐθεῖα fem dat sg (attic doric aeolic) εὐθείᾱͅ , εὐθύς 1 straight fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθεία — Στη στοιχειώδη γεωμετρία η έννοια ε. είναι έννοια αρχική (δεν ορίζεται). Την έννοια της ε. σχηματίζουμε, αν τεντώσουμε ένα λεπτό νήμα· όσο το νήμα αυτό είναι πιο λεπτό, τόσο η μορφή του μας κάνει vα αντιληφθούμε πληρέστερα αυτό που λέμε ε. Στη… …   Dictionary of Greek

  • ευθεία — η γραμμή με σταθερή κατεύθυνση, που είναι και η συντομότερη απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακόρυφος ή κατακόρυφη — Ευθεία κάθετη στην επιφάνεια υγρών που βρίσκονται σε ηρεμία. Η κ. έχει τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης, είναι κάθετη στο μέσο του επιπέδου του ορίζοντα και διαιρεί την ουράνια σφαίρα σε δύο αντιδιαμετρικά σημεία, στο ζενίθ και στο ναδίρ. Κ.… …   Dictionary of Greek

  • εὐθεῖαι — εὐθεῖα fem nom/voc pl εὐθύς 1 straight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεῖαν — εὐθεῖα fem acc sg εὐθύς 1 straight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»