Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κάττυμα

См. также в других словарях:

  • κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… …   Dictionary of Greek

  • κάττυμα — κάττῡμα , κάσσυμα anything stitched of leather neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HABENAE — A. Gell. l. 2. c. 26. sunt loram, quibus sandalia seu soleae ad pedem religabantur, circa digitos primores, non enim illae, calceorum instar, concavae erant, sed planae, et solum πέλμα κάττυμα habentes, istiusmodi habenis omnino opus habebant.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SOLEA — I. SOLEA Graece Σωλέας, apud Codinum de Officiis c. 17. At Partriarcha, apud Soleam Stans, recitat orationem, pars Aedis sacrae est, Bemati et Amboni proxima, qualis vero, non adeo liquet. Meursio fuit thronus seu solium, e quo fidelibus olim S.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SUBTELARES — calcei sunt, appellati Latinis, qui calces plantarum in fime tegebant, uti sandalia et soleae, quae nil nisi πέλμα seu κάττυμα habebant, quod ad pedemhabenis quibusdam religabatur circa digitos primores. A voce subtel, quae Prisciano infimam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάσσυμα — το βλ. κάττυμα …   Dictionary of Greek

  • κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… …   Dictionary of Greek

  • κονίπους — κονίπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῡντο δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῑν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.) β) σανδάλια με στενά… …   Dictionary of Greek

  • σολόδερμα — το, Ν 1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα 2. σόλα 3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα] …   Dictionary of Greek

  • σόλα — η, Ν πέλμα υποδήματος από χοντρό δέρμα, κάττυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. sola < λατ. solea «σάνδαλο»] …   Dictionary of Greek

  • πέλμα — το 1. το κάτω μέρος του ποδιού, πατούνα, πατούσα. 2. η σόλα του παπουτσιού, το κάττυμα. 3. βάση οργάνου, μηχανήματος, κολόνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»