Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κάτηγμα

См. также в других словарях:

  • εξερείπω — ἐξερείπω (Α) [ερείπω] 1. κόβω 2. πέφτω στη γη («ὡς δ ὅθ ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῡς», Ομ. Ιλ.) 3. προβάλλω, προεξέχω («ᾖ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»