Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παλαιότατος

См. также в других словарях:

  • παλαιότατος — παλαιός old in years masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • παμπάλαιος — η, ο (ΑΜ παμπάλαιος, ον) πάρα πολύ παλιός, παλαιότατος, αρχαιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + παλαιός] …   Dictionary of Greek

  • πρεσβύτερος — η και έρα, ο / πρεσβύτερος, έρα, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, ίδος, Α [πρέσβυς] 1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που… …   Dictionary of Greek

  • προαδαμιαίος — α, ο, Ν αυτός που υπήρξε πριν από τον Αδάμ, παλαιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + Αδάμ + κατάλ. ιαίος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Π. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμιαίος — α, ο παλαιότατος, παμπάλαιος: Βρήκαν απολιθώματα κατακλυσμιαίων ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»