Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κάλυξις

См. также в других словарях:

  • κάλυξις — κάλυξις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο 2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καλύξεις — κάλυξις fem nom/voc pl (attic epic) κάλυξις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυξι — κάλυξ covering fem dat pl (epic) κάλυξις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυξιν — κάλυξ covering fem dat pl (epic) κάλυξις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»