-
1 πωμαρίτης
A fruiterer, POxy.1917.75 (vi A.D.), BGU 643 (v/vi A.D.), etc.: fem. [suff] πωμαρ-ίτισσα [ῑτ], ἡ, PKlein.Form. 809 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωμαρίτης
-
2 στυλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίτης
-
3 πωμάριον
Grammatical information: n.Meaning: `orchard' (pap. IIIc.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.Etymology: From Lat. pomariumGreek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πωμάριον
-
4 στῦλος
Grammatical information: m.Meaning: `column, pillar, support' (Dor. Ion., trag., hell. a. late), also = Lat. stilus (late; cf. Sempoux Rev. belge de phil. 39, 736ff.).Compounds: Compp., e.g. στυλο-βάτης, Dor. -τᾱς m. `foot of a doric column', compound of στῦλος and βῆ-ναι with τᾱ-suffix (Dor. inscr., Pl. Com. a.o.; Fraenkel Nom. ag. 1, 34 a. 200f.), τετρά-στυλος `consisting of four columns', - ον n. `colonnade of four columns' (inscr. a. pap. Rom. empire a.o.).Derivatives: 1. Dimin.: στυλ-ίς f. (Att. inscr. a.o.), - ίσκος m. (Hp., hell. a. late), - ίδιον n. (Str.), - άριον n. (pap. IIIp). 2. - ίτης m. `standing on one column, stylite' (Suid.; Redard 27), f. - ίτισσα (Amasia; after Φοίνισσα, βασίλισσα a.o.). 3. Denom. verbs: - όω (also ὑπο-, δια-, ἀπο-) `to support with columns' (hell. a. late) with ( ὑπο-)στύλ-ωμα, - ωσις (hell. a. late); - ίζω meaning uncertain (Ostr.) with ὑποστυλ-ισμός `support' (pap. IIp).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Beside στῦ-λος stands in Indoiran. Av. stū̆-na- m., stu-nā f., Skt. sthū-ṇā f. (on ṇ Mayrhofer Mél. d'indianisme [Paris 1968] 509 f.) `pillar' with suffixal l-n-variation (Benveniste Origines 43); the basic verb is in Greek represented by στύω (s. v.). Here also with diff. ablaut σταυρός and στοά (s. vv.). Cf. further στύπος. -- The length of the vowel is rather difficult with the proposed etymology; I rather suspect that the word is of Pre-Greek originPage in Frisk: 2,813Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στῦλος
См. также в других словарях:
αλαφροπετρίτης — ίτισσα, ίτικο [αλαφρόπετρα] 1. αυτός που κατάγεται από το νησί Θήρα (όπου αφθονεί η ελαφρόπετρα) 2. επιπόλαιος, ανόητος … Dictionary of Greek
αλαφροποινίτης — ίτισσα, ίτικο ο ελαφροποινίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ποινή + παραγ. κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
ανοιχτοσπίτης — ίτισσα αυτός που έχει το σπίτι του ανοιχτό για όλους, φιλόξενος … Dictionary of Greek
κατωμερίτης — ίτισσα, ίτικο [κατωμέρι] αυτός που κατάγεται από πεδινό μέρος, καμπήσιος … Dictionary of Greek
περιγιαλίτης — ίτισσα, ίτικο, Ν [περιγιάλι] αυτός που κατοικεί στα παράλια ή προέρχεται από την παραλία, ακρογιαλίτης … Dictionary of Greek
Μεσοφορίτισσα — Μεσοφορίτισσα, ἡ (Μ) προσωνυμία τής Παναγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φόρος, αναλογικά προς άλλα επίθ. σε ίτισσα (πρβλ. Μεσοπαντ ίτισσα, Μεσοσπορ ίτισσα)] … Dictionary of Greek
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
Αιγινήτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Αρκάδων, γιος του Πόμπου. Ονομάστηκε από τον πατέρα του Α., λόγω της εύνοιας που έδειχνε στους Αιγινήτες εμπόρους που επισκέπτονταν την Αρκαδία. II (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Σικυώνιος ζωγράφος. Μνημονεύεται από τον… … Dictionary of Greek
ακληρίτης — ο (θηλ. ίτισσα) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά, άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άκληρος, κατά το σχήμα άνομος ανομίτης, λεπρός λεπρίτης, νεκρός νεκρίτης κ.λπ.] … Dictionary of Greek
διχρονίτης — (θηλ. ίτισσα) διχρονίτικος* … Dictionary of Greek
πολυτεχνίτης — ο, θηλ. ίτισσα και ίτρα, Ν 1. αυτός που γνωρίζει ή ασκεί πολλές τέχνες, πολλά επαγγέλματα, ο πολύτεχνος 2. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που ασχολείται με πολλές τέχνες δεν ευδοκιμεί τελικά σε καμία.… … Dictionary of Greek