Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ιτισσα

См. также в других словарях:

  • αλαφροπετρίτης — ίτισσα, ίτικο [αλαφρόπετρα] 1. αυτός που κατάγεται από το νησί Θήρα (όπου αφθονεί η ελαφρόπετρα) 2. επιπόλαιος, ανόητος …   Dictionary of Greek

  • αλαφροποινίτης — ίτισσα, ίτικο ο ελαφροποινίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ποινή + παραγ. κατάλ. ίτης] …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτοσπίτης — ίτισσα αυτός που έχει το σπίτι του ανοιχτό για όλους, φιλόξενος …   Dictionary of Greek

  • κατωμερίτης — ίτισσα, ίτικο [κατωμέρι] αυτός που κατάγεται από πεδινό μέρος, καμπήσιος …   Dictionary of Greek

  • περιγιαλίτης — ίτισσα, ίτικο, Ν [περιγιάλι] αυτός που κατοικεί στα παράλια ή προέρχεται από την παραλία, ακρογιαλίτης …   Dictionary of Greek

  • Μεσοφορίτισσα — Μεσοφορίτισσα, ἡ (Μ) προσωνυμία τής Παναγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φόρος, αναλογικά προς άλλα επίθ. σε ίτισσα (πρβλ. Μεσοπαντ ίτισσα, Μεσοσπορ ίτισσα)] …   Dictionary of Greek

  • -ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… …   Dictionary of Greek

  • Αιγινήτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Αρκάδων, γιος του Πόμπου. Ονομάστηκε από τον πατέρα του Α., λόγω της εύνοιας που έδειχνε στους Αιγινήτες εμπόρους που επισκέπτονταν την Αρκαδία. II (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Σικυώνιος ζωγράφος. Μνημονεύεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • ακληρίτης — ο (θηλ. ίτισσα) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά, άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άκληρος, κατά το σχήμα άνομος ανομίτης, λεπρός λεπρίτης, νεκρός νεκρίτης κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • διχρονίτης — (θηλ. ίτισσα) διχρονίτικος* …   Dictionary of Greek

  • πολυτεχνίτης — ο, θηλ. ίτισσα και ίτρα, Ν 1. αυτός που γνωρίζει ή ασκεί πολλές τέχνες, πολλά επαγγέλματα, ο πολύτεχνος 2. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που ασχολείται με πολλές τέχνες δεν ευδοκιμεί τελικά σε καμία.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»