Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ιλο-

См. также в других словарях:

  • μετώπιλο — μετώπιλο, τὸ (Μ) φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μετώπ ιον κατά τα ουδ. σε ιλο (πρβλ. πέδ ιλο)] …   Dictionary of Greek

  • πτίλο — το / πτίλον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψίλον Α το πούπουλο (α. «πτίλα πτερά απαλά», Ησύχ. β. «πτίλον κύκνειον», Σοφ.) αρχ. 1. το χνούδι, τα πρώτα γένια στο πρόσωπο νεαρού ατόμου 2. τα φτερά τού λοφίου τής περικεφαλαίας 3. η φτερούγα τών εντόμων 4. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • φάγιλος — και φαγηλός, ὁ, Α μικρό αρνί που έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να φαγωθεί, αρνάκι τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αόρ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα ιλο ς (πρβλ. πτ ίλο ν)] …   Dictionary of Greek

  • ίλιος — ἴλιος, ία, ον (Α) [Ίλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ίλο 2. αυτός που ανήκει στην πόλη Ίλιον, ο τρωικός …   Dictionary of Greek

  • σμίλη — Κοπτικό εργαλείο, γενικά κατάλληλο για την κατεργασία ξύλου, μετάλλων και λίθων. Αποτελείται από μια χαλύβδινη ράβδο ορθογωνικής διατομής με στρογγυλεμένες ακμές, το ένα άκρο της οποίας έχει σχήμα κοπτικής αιχμής. Χρησιμοποιείται με κρούση στο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»