-
1 πτίλον
Grammatical information: n.Meaning: `fluff, soft feather, down, insect wing', metaph. `leaf etc.' (IA.).Compounds: Some compp., e.g. πτιλό-νωτος `with a fluffy back' (AP), τετρά-πτιλος `with four fluff-feathers' (Ar.).Derivatives: 1. πτιλ-ωτός `provided with πτίλα' (Arist., Att. inscr.); 2. - όομαι, - όω `to be equipped with πτ. esp. to equip with πτ.' (late) with - ωσις f. `fluff-forming' (Ael.), also of a disease of the eyelid and -lashes (Gal.); to this as backformation πτίλος `disease of the eyelids' (LXX, Gal. a.o.) and with expressive gemination πτίλλος = lippus (Gloss.); to be rejeced Güntert Reimwortbildungen 125 f.; 3. - ώσσω `to have a disease of the eyelids (lashes)' (Archyt.; Schwyzer 733).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like πτερόν, πτέρυξ (s. vv.) from πτ-έσθαι, w. hypocoristic ιλο-suffix (Chantraine Form. 248 f., Schwyzer 485; diff. Specht Ursprung 157 a. 164). Far remain both πταίω (s.v.) and Lat. pĭlus `hair' and vespertīliō `bat' (s. W.-Hofmann s.v.). -- On Dor. ψίλον (Paus. 3, 19,6) s. Bechtel Dial. 2, 319f. -- Furnée 263 takes πτίλον - ψίλον as evidence for a Pre-Greek word. He adds to the cognate forms also Lat. pilus. An IE * pth₂-ilo- does not seem convincing.Page in Frisk: 2,614Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πτίλον
См. также в других словарях:
μετώπιλο — μετώπιλο, τὸ (Μ) φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μετώπ ιον κατά τα ουδ. σε ιλο (πρβλ. πέδ ιλο)] … Dictionary of Greek
πτίλο — το / πτίλον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψίλον Α το πούπουλο (α. «πτίλα πτερά απαλά», Ησύχ. β. «πτίλον κύκνειον», Σοφ.) αρχ. 1. το χνούδι, τα πρώτα γένια στο πρόσωπο νεαρού ατόμου 2. τα φτερά τού λοφίου τής περικεφαλαίας 3. η φτερούγα τών εντόμων 4. πληθ.… … Dictionary of Greek
φάγιλος — και φαγηλός, ὁ, Α μικρό αρνί που έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να φαγωθεί, αρνάκι τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αόρ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα ιλο ς (πρβλ. πτ ίλο ν)] … Dictionary of Greek
ίλιος — ἴλιος, ία, ον (Α) [Ίλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ίλο 2. αυτός που ανήκει στην πόλη Ίλιον, ο τρωικός … Dictionary of Greek
σμίλη — Κοπτικό εργαλείο, γενικά κατάλληλο για την κατεργασία ξύλου, μετάλλων και λίθων. Αποτελείται από μια χαλύβδινη ράβδο ορθογωνικής διατομής με στρογγυλεμένες ακμές, το ένα άκρο της οποίας έχει σχήμα κοπτικής αιχμής. Χρησιμοποιείται με κρούση στο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek