-
1 κατήλιψ
-
2 κατῆλιψ
-
3 κατηλιψ
-
4 κατῆλιψ
A ladder, roof-beam, upper story, etc. in Ar.Ra. 566, cf. Sch.ad loc., Poll.7.123, Hsch.; also used by Luc.Lex.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατῆλιψ
-
5 κατῆλιψ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κατῆλιψ
-
6 κατῆλιψ
-
7 κατήλιφ'
κατή̱λιφα, κατῆλιψladder: fem acc sgκατή̱λιφι, κατῆλιψladder: fem dat sgκατή̱λιφε, κατῆλιψladder: fem nom /voc /acc dual -
8 κατήλιφα
κατή̱λιφα, κατῆλιψladder: fem acc sg -
9 κατήλιφος
κατή̱λιφος, κατῆλιψladder: fem gen sg -
10 μεσόδομος
μεσό-δομος, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόδομος
-
11 μεσότοιχον
A s.v. κατῆλιψ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσότοιχον
-
12 ἰκρίωμα
II in pl.,= ἀντήριδες, Eust.903.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκρίωμα
См. также в других словарях:
κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… … Dictionary of Greek
κατῆλιψ — ladder fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήλιφ' — κατή̱λιφα , κατῆλιψ ladder fem acc sg κατή̱λιφι , κατῆλιψ ladder fem dat sg κατή̱λιφε , κατῆλιψ ladder fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλιψ — κατάλιψ, ιφος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κατήλιψ … Dictionary of Greek
κατήλιφα — κατή̱λιφα , κατῆλιψ ladder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήλιφος — κατή̱λιφος , κατῆλιψ ladder fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)