Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατῆλιψ

См. также в других словарях:

  • κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… …   Dictionary of Greek

  • κατῆλιψ — ladder fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήλιφ' — κατή̱λιφα , κατῆλιψ ladder fem acc sg κατή̱λιφι , κατῆλιψ ladder fem dat sg κατή̱λιφε , κατῆλιψ ladder fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλιψ — κατάλιψ, ιφος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κατήλιψ …   Dictionary of Greek

  • κατήλιφα — κατή̱λιφα , κατῆλιψ ladder fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήλιφος — κατή̱λιφος , κατῆλιψ ladder fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»