-
1 вышка
-и θ.1. πύργος• κορυφή.2. ικρίωμα• εξέδρα•наблюдательная вышка παρατηρητήριο•
буровая вышка ικρίωμα γεώτρησης•
судейская вышка το κάθισμα (εξέδρα) του διαιτητή•
прыжок в воду с -и πήδημα στο νερό από την εξέδρα.
-
2 плаха
-и θ.1. σχίζα μεγάλη.2. κούτσουρο (όπου έκοβαν το κεφάλι του κατάδικου). || ικρίωμα•взойти на -у ανεβαίνω το ικρίωμα.
-
3 беседка
1. тех. το πλατύσκαλο, το ικρίωμαбоцманская - του ναυκλήρου, του λο-στρόμου (ξεν.)2. (крытая лёгкая постройка для отдыха) το υπόστεγο, το κιόσκι, η πέργκολα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беседка
-
4 подставка
το στήριγμα, η βάση, το ικρίωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подставка
-
5 помост
стр. το ικρίωμα, η σκαλωσιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помост
-
6 сцена
1. (площадка, на которой даются театральные представления) η σκηνή, το ικρίωμαразг. το σανίδι2. (часть акта театральной пьесы, отдельный эпизод) το επεισόδιο, η σκηνήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сцена
-
7 катафалк
катафалкм1. ικρίωμα ὀπου τοποθετείται τό φέρετρο νεκρού·2. (погребальная колесница) ἡ νεκροφόρα [-ος]. -
8 плаха
плахаж ист. τό Ικρίωμα -
9 помост
помостм ἡ ἐξέδρα / τό Ικρίωμα (эшафот). -
10 эшафот
эшафотм τό Ικρίωμα. -
11 gallows
['ɡæləuz](a wooden frame on which criminals were hanged.) αγχόνη, ικρίωμα -
12 gantry
['ɡæntri]plural - gantries; noun(a bridge-like structure which supports a crane, railway signals etc.) ικρίωμα, γέφυρα -
13 scaffold
['skæfəld](a raised platform especially for use formerly when putting a criminal etc to death.) ικρίωμα -
14 эшафот
[εσαφότ] ουσ. α. ικρίωμα -
15 эшафот
[εσαφότ] ουσ α ικρίωμα -
16 катафалк
-а α.1. νεκροφόρα (άμαξα).2. ικρίωμα στο ναό όπου αποτίθεται το φέρετρο. -
17 помост
-а α.εξέδρα. || παλ. ικρίωμα. || επισανιδωση (γέφυρας κ.τ.τ.). -
18 эшафот
-а α.ικρίωμα• κρεμάλα. -
19 gibet
1) ικρίωμα2) αγχόνη -
20 šibenice
1) αγχόνη2) ικρίωμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἰκρίωμα — scaffold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικρίωμα — το (ΑΜ ἰκρίωμα) [ικριώ] προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά 2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα νεοελλ. εξέδρα για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
ικρίωμα — το, ατος 1. σκαλωσιά, εξέδρα. 2. μικρή εξέδρα όπου γίνεται η εκτέλεση καταδίκου, αγχόνη: «Ανεβαίνω στο ικρίωμα» (θανατώνομαι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ικρίωμα ή σκαλωσιά — Πρόχειρη κατασκευή που χρησιμεύει στο να γίνει δυνατή η εργασία και η προσπέλαση των εργατών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ενός κατασκευαστικού έργου. Στο παρελθόν τα ι. κατασκευάζονταν μόνο από ξύλο, σήμερα όμως συναρμολογούνται από χάλυβα… … Dictionary of Greek
ἰκριώματα — ἰκρίωμα scaffold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… … Dictionary of Greek
αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… … Dictionary of Greek
αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… … Dictionary of Greek