Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ιερατικη

См. также в других словарях:

  • ἱερατικῇ — ἱερᾱτικῇ , ἱερατικός priestly fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερατική — ἱερᾱτική , ἱερατικός priestly fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αββακούμειος Σχολή — Ιερατική σχολή του 19ου αι., στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε το 1872 από τον ηγούμενο της μονής Ελεούσης, Αββακούμ, στον οποίο οφείλει και το όνομά της. Οι σκοποί για τους οποίους ιδρύθηκε η σχολή δεν ήταν απλώς και μόνον ιερατικοί… …   Dictionary of Greek

  • ιερατικός — ή, ό (ΑΜ ἱερατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» μορφή εξέλιξης τής ιερογλυφικής στην Αίγυπτο μσν. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Iamblichus — Jamblique de Chalcis Jamblique Jamblique (Iamblicos), né vers 242 à Chalcis ad Belum (Syrie) et mort en 325, est un philosophe néo platonicien. N.B. : Il existe un autre auteur grec de ce nom, le romancier Jamblique, auteur d un roman grec,… …   Wikipédia en Français

  • Jamblique — Pour les articles homonymes, voir Jamblique (homonymie). Jamblique Jamblique (Iamblicos), né vers 242 à Chalcis ad Belum (Syrie) et mort en …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»