-
1 ιερατικη
-
2 ιερατική
-
3 ἱερατικῇ
-
4 ιερατική
-
5 ἱερατική
-
6 ιερατική στολή
ιερατική στολή ηсвященное облачение – облачение священнослужителей, в котором они совершают таинстваΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ιερατική στολή
-
7 ιερατεια
-
8 ιερατικός
-
9 ἱερᾱτικός
ἱερᾱτικός, priesterlich, den Priester betreffend; ϑυσίαι Arist. pol. 3, 10; Plut. u. a. Sp.; – ἡ ἱερατική, = ἱερατεία, Plat. Pol. 290 d; – γραμμάτων μέϑοδος, die Priesterschrift der Aegyptier, Clem. Al.
-
10 ιερατικός
ιερατικός, -ή, -όсвященнический, духовный, относящийся к духовенству:ιερατική σχολή — духовная семинария, духовная школа
-
11 βύβλος
A the Egyptian papyrus, Cyperus Papyrus, Hdt.2.92, A.Supp. 761, Str.17.1.15: in pl., stalks of papyrus, PTeb.308.7 (ii A. D.).2 rind enclosing the pith of this plant, Thphr.HP4.8.4, etc.: generally, bark,φελλῶν καὶ βύβλων Pl.Plt. 288e
, cf. Hdt.2.96, Plot.2.7.2.b in pl., slices of the pith used as writing-material, Hdt.5.58, Hermipp.63.13: sg., strip ofβ., βύβλον εὐρύναντες ἀντὶ διαδήματος Ph.2.522
.3 roll of papyrus, book, Hdt.2.100, A.Supp. 947, etc.: heterocl. pl., βύβλα, τά, AP9.98 (Stat. Flacc.); esp. of sacred or magical writings, , cf. D.18.259, Act.Ap.19.19, PPar.19.1 (ii A. D.);ἱεραί β. OGI56.70
(Canopus, iii B. C.);β. ἱερατική PTeb.291.43
(ii A. D.); so of the Scriptures,ἡ β. γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς LXX Ge.2.4
, etc.; ἡ β. the Sacred Writings, Aristeas 316; β. Μωυσέως, ψαλμῶν, προφητῶν, Ev.Marc.12.26, Act.Ap.1.20, 7.42;β. ζωῆς Ep.Phil.4.3
: pl., of magical books, Act.Ap.19.19.II β. στεφανωτρίς flowering head of papyrus, Theopomp. Hist. 22c, Plu.Ages.36. [[pron. full] ῠ, A.Supp. 761.] (βύβλος, βύβλινος, βυβλίον, etc., are the original forms: βιβλ- seems to have arisen in Attic by assimilation in βιβλίον, and is found in earlier Attic Inscrr., cf. IG2.1b, etc., and prevails in Ptolemaic papyri; Inscrr. vary,βυβλία Test.Epict.8.32
(iii/ii B. C.);βιβλία IG5(1).1390.12
(Andania, i B. C.); in Roman times βυβλ- was restored.) -
12 θεουργία
θεουργ-ία, ἡ,II sacramental rite, 'mystery', Porph. ap. Aug.Civ.D.10.9;ἱερατικὴ θ. Iamb.Myst.9.6
;οἱ περὶ θεουργίαν δεινοί Procl.in Alc.p.92C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεουργία
-
13 θύρα
θύρα, ας, ἡ (Hom.+) ‘door’. As is oft. the case in earlier lit. (e.g. Il. and Od. passim), the pl. can be used of one door (Phlegon: 257 Fgm. 36, 1, 3 Jac.; Philo, Ebr. 49; cp. Jos., C. Ap. 2, 119.—B-D-F §141, 4; Rob. 408).① doorⓐ of habitable quarters ἀνοίγειν open the door (LXX; JosAs 10:9; Jos., Vi. 246) Ac 5:19; B 16:9. Pass. Ac 16:26f (Achilles Tat. 7, 13, 1 Λευκίππη τὰς θύρας ἀνεῳγμένας ὁρῶσα). (ἀπο)κλείειν shut Mt 6:6; Lk 13:25a. Pass (LXX; JosAs 10:6; 14:5; Jos., Ant. 18, 74) Mt 25:10; Lk 11:7; J 20:19, 26; Ac 21:30; κρούειν τὴν θ. knock at the door 12:13; Lk 13:25b; also πρὸς τὴν θ. GJs 12:2; ἔδραμεν πρὸς τήν θ. ibid. διὰ τῆς θ. J 10:1f. ἐπὶ τ. θυρῶν before the door(s) Ac 5:23. Also ἐπὶ θύραις (LXX; Aesop, Fab. 466 P.; Jos., Ant. 17, 90. Also with art.: Clearchus, Fgm. 24 p. 17, 21; Appian, Bell. Civ. 3, 93 §385) 1 Cl 39:9 (Job 5:4); ἐπὶ τῇ θ. Ac 5:9. πρὸ τῆς θύρας 12:6 (schol. on Nicander, Ther. 860 πρὸ τ. θυρῶν); so also JosAs 5:1. πρὸς (τὴν) θ. at the door (Hegesippus Com. [III B.C.] 1, 24 K.) Mk 1:33; 11:4; τὰ πρὸς τὴν θ. the place near the door 2:2 (TestAbr A 6 p. 83, 6 [Stone p. 14]). πρὸς τῇ θ. ἔξω outside the door J 18:16 (cp. Lucian, Herm. 7, 7 ὁ παρὰ τὴν θύραν ἔξω ἑστώς).—θ. τοῦ πύργου Hv 3, 9, 6.—On the θύρα ὡραία Ac 3:2 s. ὡραῖος 2.—1 Cl 43:3 v.l.ⓑ fig. (Maximus Tyr. 19, 5d ὁ ἔρως ἔστη ἐπὶ θύραις τ. ψυχῆς; Iambl., Myst. 10, 5 [Herm. Wr. IV p. 39, 5ff Sc.] ἡ ἱερατικὴ δόσις καλεῖται ‘θύρα πρὸς θεόν’).α. ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις he is near, at your very door (cp. X., An. 6, 5, 23; Just., D 32, 3) Mt 24:33; Mk 13:29. Also πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν Js 5:9; cp. also Ac 5:9. ἕστηκα ἐπὶ τ. θύραν καὶ κρούω Rv 3:20a; s. also vs. 20b.β. of the door to the kgdm. of heaven: εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς θύρας come in through the narrow door Lk 13:24. Perh. the same door is meant in δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἠνεῳγμένην Rv 3:8. But here senseγ. is also prob., acc. to which the opening of the door represents something made possible or feasible: θύρα μοι ἀνέῳγεν μεγάλη 1 Cor 16:9 (HNie, Vox Theologica 10, ’40, 185–92); cp. 2 Cor 2:12; Col 4:3. Sim. ὁ θεὸς … ἤνοιξεν τοῖς ἔθνεσιν θύραν πίστεως Ac 14:27 (πίστις 2dα).② a passage for entering a structure, entrance, doorway, gateⓐ of the door-like opening of a cave-tomb (cp. Od. 9, 243; SEG VIII, 200, 3 [I A.D., Jerus.]) ἡ θ. τοῦ μνημείου Mt 27:60; Mk 15:46; 16:3. θ. τοῦ μνήματος GPt 8:32; cp. 9:37; 12:53f.—The firm vault of heaven has a ‘door’ (cp. Ps 77:23), which opens to admit favored ones Rv 4:1 (difft., GRinaldi, CBQ 25, ’63, 336–47).ⓑ In John Jesus calls himself ἡ θύρα J 10:9, thus portraying himself as an opening that permits passage: the gate for the sheep; ἡ θύρα (ὁ ποιμήν P75 et al.) τῶν προβάτων vs. 7, however, has the sense which is prominent in the context, the gate to the sheep (s. Hdb. ad loc.; EFascher, Ich bin d. Thür! Deutsche Theologie ’42, 34–57; 118–33).—Jesus as the θύρα τοῦ πατρός the door to the Father IPhld 9:1.—B. 466. DELG. M-M. EDNT. TW.
См. также в других словарях:
ἱερατικῇ — ἱερᾱτικῇ , ἱερατικός priestly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερατική — ἱερᾱτική , ἱερατικός priestly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αββακούμειος Σχολή — Ιερατική σχολή του 19ου αι., στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε το 1872 από τον ηγούμενο της μονής Ελεούσης, Αββακούμ, στον οποίο οφείλει και το όνομά της. Οι σκοποί για τους οποίους ιδρύθηκε η σχολή δεν ήταν απλώς και μόνον ιερατικοί… … Dictionary of Greek
ιερατικός — ή, ό (ΑΜ ἱερατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» μορφή εξέλιξης τής ιερογλυφικής στην Αίγυπτο μσν. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Iamblichus — Jamblique de Chalcis Jamblique Jamblique (Iamblicos), né vers 242 à Chalcis ad Belum (Syrie) et mort en 325, est un philosophe néo platonicien. N.B. : Il existe un autre auteur grec de ce nom, le romancier Jamblique, auteur d un roman grec,… … Wikipédia en Français
Jamblique — Pour les articles homonymes, voir Jamblique (homonymie). Jamblique Jamblique (Iamblicos), né vers 242 à Chalcis ad Belum (Syrie) et mort en … Wikipédia en Français