Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ιγγ-

См. также в других словарях:

  • ίλιγξ — ἴλιγξ, ιγγος ἡ (Α) 1. δίνη, συστροφή 2. ίλιγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἴλιγξ / ἴλιγγος έχουν παράλλ. τ. εἴλιγξ / εἴλιγγος που προέρχεται από το εἰλῶ «στρέφω», ενώ το αρκτικό ι τού ἴλιγξ οφείλεται είτε σε επίδραση τού ἴλλω «στρέφω» είτε σε ιωτακισμό. Η λ …   Dictionary of Greek

  • θώμιγξ — θῶμιγξ, γγος, ἡ (Α) 1. λεπτό σχοινί, σπόγγος, τριχιά 2. χορδή τόξου, νεβρά 3. αλιευτική ορμιά, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με ρίζα *θωμ(ο) (πρβλ. λατ. funis «σχοινί», τοχ. ΑΒ tsu «συνδέω») + επίθημα ιγγ δεν θεωρείται πειστική] …   Dictionary of Greek

  • κύστιγξ — κύστιγξ, ιγγος, ἡ (Α) υποκορ. τού κύστις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύστις + εκφραστικό επίθημα ιγξ, ιγγ ος, κατά το φύσιγξ] …   Dictionary of Greek

  • πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»