-
21 вспыльчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оευέξαπτος, θυμώδης, οξύθυμος, αψίθυμος, οργίλος. -
22 гневливый
επ., βρ: -лив, -а, -о παλ. θυμώδης, θυμοσιάρης, ευόργιστος, ευέξαπτος. -
23 горячка
-и θ. (παλ. κ. απλ.)1. υψηλός πυρετός, υπερπυρεξία, κάψα•родильная горячка επιλόχειος πυρετός.
2. δραστηριότητα, φούρια•экзаменационная горячка ο πυρετός των εξετάσεων•
-перед отъездом η φούρια πριν την αναχώρηση•
биржевая горячка ο πυρετός του χρηματιστηρίου.
3. α. κ. θ. οργίλος, -η, θυμώδης.εκφρ.пороть -у – ενεργώ κατεσπευσμένα, φουριόζικα. -
24 сердитый
επ., βρ: -дит, -а, -о.1. ευέξαπτος, αψιθυμος, ευόργητος, οργιλος, θυμώδης.2. θυμωμένος, οργισμένος.3. δυνατός, γερός, δραστικός•-ая горчица καυστικό σινάπι•
табак βαρύς καπνός•
сердитый мороз δυνατό (τσουχτερό) κρύο (παγωνιά)•
-ое вино δυνατό (αψύ) κρασί•
4. (απλ.) ζηλωτής, πρόθυμος•под -ую руку πάνω στο θυμό ή στην οργή.
-
25 щекотливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. ευγαργάλιστος.2. παλ. ευερέθιστος, θυμώδης, ευέξαπτος.3. προσεκτικός, στοχαστικός, γνωστικός• λεπτός (στο χειρισμό, στη συμπεριφορά). -
26 θυμόω
θῡμόω [(A)],II [voice] Med. and [voice] Pass., [ per.] 2sg. : [tense] fut. , , Phld.Ir. p.89W.: [tense] aor.ἐθυμωσάμην E.Hel. 1343
(lyr.), more freq.ἐθυμώθην Hdt.3.1
, al.; part. , Pl.Lg. 931b: [tense] pf. inf.τεθυμῶσθαι Hdt.3.52
, A.Fr. 478, Pl.Ep. 346a:— to be wroth or angry, abs., Hdt. 3.1, A.Ag.l.c., Sor.1.88, etc.; ; εἰς ἔριν θ. Id.Aj. 1018; of animals, to be wild, restive, Id.Ant. 477, X.Eq.1.10; θυμοῦσθαι εἰς κέρας vent fury with the horns, Virgil's irasci in cornua, E.Ba. 743; cf.ἀοιδὸς ἐς κέρας τεθύμωται Call.Iamb. 1.321
; τὸ θυμούμενον passion, Antipho 2.3.3, Th.7.68; θυμοῦσθαί τινι to be angry with one, A.Eu. 733, S.Tr. 543, 1230, Pl.Prt. 324a;ἔς τινα Hdt.3.52
;περί τινος A.Ag. 1368
(prob. for μυθοῦσθαι); βοῦς πρὸς τὸν ἐλαύνοντα -ωθείς Plu. Dio38
;σοι θυγατέρος -ούμενος E.Or. 751
(troch.): c. dat. rei,τῇ ξυντυχίᾳ Ar.Ra. 1006
.------------------------------------θῡμώδης [(B)], ες,= -
27 θύμον
Grammatical information: n.,Meaning: `thyme' (IA)Other forms: rarely - ος m.Compounds: As 1. member in θυμ-ελαία f. name of a plant, perh. `Daphne Cnidium' (Dsc., Plin.; cf. on ἐλαία) with - αΐτης ( οἶνος) `wine spiced with th.' (Dsc.; vgl. Redard Les noms grecs en - της 96); θυμ-οξ-άλμη f. `drink from thyme, vinegar and brine' (Dsc.).Derivatives: θύμιον = σμῖλαξ, also `large wart' (Hp., Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 97), θυμίτης `spiced with th.' (Ar., Dsc.; Redard 93 und 96), θύμινον ( μέλι) `from th.' (Colum., Apul.), θυμόεις `rich in th.' (Choeril.), θυμώδης `th.-like' (Thphr.). Denomin. verb θυμίζω `taste th.' (sp. medic.), θυμιχθείς πικρανθείς H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Primary μο-deriv. from 2. θύω `smoke' (s. v.), because of the scent? (Strömberg Pflanzennamen 27); to my mind doubtful. A local plant name, so prob. Pre-Greek. - On θύμαλλος fish name s. v.Page in Frisk: 1,693Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύμον
-
28 θῡμός
θῡμόςGrammatical information: m.Meaning: `spirit, courage, anger, sense' (Il.); on meaning and use in Hom. etc. Marg Charakter 47ff.; also Magnien REGr. 40, 117ff. (criticism by Wahrmann Glotta 19, 214f.).Compounds: Many compp., e. g. θυμο-βόρος `eating the heart' (Il.), θυμ-ηγερέων `collecting one's spirit, coing to one-self' (η 283; Leumann Hom. Wörter 116 n. 83, Chantraine Gramm. hom. 1, 349), θυμᾱρής, θυμήρης `delighting the heart' (Il.; Bechtel Lex. s. v., Leumann 66); πρό-θυμος (bahuvrihi) `prepared, willing' (IA) with προθυμία, - ίη (Β 588) and - έομαι (IA).Derivatives: Dimin. θυμίδιον (Ar. V. 878); adj. θυμικός and θυμώδης `passionate, vehement' (Arist.); denomin. verbs: 1. θυμιάω `burn producing smoke' (s.v.) with θυμίη `incense'; 2. θυμόομαι `get angry' (IA), rarely - όω `id.' (E. Supp. 581), with θύμωμα `being angry' (A. Eu. 861, epigr.), θύμωσις `id.' (Cic. Tusc. 4, 9, 21); 3. θυμαίνω `be angry' (Hes. Sc. 262, Ar., A. R.).Etymology: Identical with Skt. dhūmá-, Lat. fūmus, Lith. dū́mai (pl.), OCS dymъ `smoke'; the meaning `smoke' preserved in θυμιάω. On the meaning Chantraine Formation 134 with Ernout-Meillet s. fūmus. - A variant with short u seems impossible. Wit IE ou-diphthong one cites OHG toum `steam, vapour'. Cf. 2. θύω. (DELG compares θύω 1 `s'élancer avec fureur', by mistake?)Page in Frisk: 1,693-694Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θῡμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θυμώδης — θῡμώδης , θυμώδης fierce masc/fem acc pl (attic epic doric) θῡμώδης , θυμώδης fierce masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θῡμώδης , θυμώδης fierce masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώδης — (I) θυμώδης, ες (Α) [θύμον] αυτός που μοιάζει με το θυμάρι. (II) ες (ΑΜ θυμώδης) [θυμός] ευέξαπτος, οξύθυμος, αψύς, οργίλος, ευερέθιστος μσν. 1. οξύς, ορμητικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμῶδες η ἔξαψη αρχ. (για ζώα) άγριος, ατίθασος, δυσήνιος.… … Dictionary of Greek
θυμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμωδέστερον — θῡμωδέστερον , θυμώδης fierce adverbial comp θῡμωδέστερον , θυμώδης fierce masc acc comp sg θῡμωδέστερον , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώδει — θῡμώδει , θυμώδης fierce masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θῡμώδει , θυμώδης fierce masc/fem/neut dat sg θῡμώδεϊ , θυμώδης fierce dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώδη — θῡμώδη , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θῡμώδη , θυμώδης fierce masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θῡμώδη , θυμώδης fierce masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμῶδες — θῡμῶδες , θυμώδης fierce masc/fem voc sg θῡμῶδες , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώδεις — θῡμώδεις , θυμώδης fierce masc/fem acc pl θῡμώδεις , θυμώδης fierce masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
яростивый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (θυμώδης) ярый, гневливый, запальчивый. … … Словарь церковнославянского языка
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ευερέθιστος — η, ο (Α εὐερέθιστος, ον) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη») νεοελλ. (για μερικά όργανα τού σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε… … Dictionary of Greek