-
1 προθυμια
ион. προθῡμίη ἥ1) желание, стремлениеἐκ τῆς προθυμίης и κατὰ τέν προθυμίην τινός Her. — по чьему-л. желанию;
τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ πολεμεῖν Eur. — бороться против воли божества2) готовность, усердие, рвениеπάσῃ προθυμίᾳ Plat. и μετὰ πάσης προθυμίας NT. — со всей готовностью, ревностно;
ὑπὸ προθυμίας Plat. — от (чрезмерного) усердия;μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας Plat. — не щадить усилий;ᾗσι προθυμίῃσι (μῑ!) πεποιθώς Hom. — полный рвения;π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν καὴ μάχεσθαι Plat. — готовность к опасному бою;ταῖς προθυμίαις καινοὴ γενόμενοι πρός τι Plut. — вновь возгоревшиеся страстью к чему-л.;σιτία μαλακὰς ἐνδιδόντα προθυμίας Plut. — не раздражающая пища3) (благо)склонность, расположение, преданность(ἐπί τινα и ἔν τινι Her., εἴς и περί τινα Xen.; τινός Eur.)
4) забота(ὑπὲρ σωτηρίας τινός Dem.)
5) порывистость, взбалмошность -
2 προθυμία
προθυμία, ας, ἡ (πρόθυμος; Hom. et al.; ins, pap; Sir 45:23; TestSol; TestJob 11:1; EpArist, Philo, Joseph.) exceptional interest in being of service, willingness, readiness, goodwill 2 Cor 8:19; 9:2; Dg 1. W. ἐκτένεια 1 Cl 33:1; ἐν ἀγαθῇ πρ. 2:3. μετὰ πάσης προθυμίας (as Hdt. 4, 98; Pla., Rep. 412e; Philo, Abr. 246; Jos., Ant. 15, 124; in ins esp. of benefactors SIG 532, 6f; IMagnMai 97, 74; IGerasaWelles 192; OGI 229, 98; 669, 13 μετὰ προθυμίας) Ac 17:11 here w. emphasis on goodwill and absence of prejudice (FDanker, NTS 10, ’64, 366f). εἰ ἡ πρ. πρόκειται if willingness is present, i.e. if a person is willing 2 Cor 8:12. προθυμίαν ἔχειν have zeal (Hdt. et al.) Hs 5, 3, 4b; foll. by gen. for someth. 5, 3, 4a. ἡ προθυμία τοῦ θέλειν (as Pla., Leg. 3, 697d) 2 Cor 8:11.—Larfeld I 499. DELG s.v. θυμός. M-M. TW. Spicq. -
3 προθυμία
προθῡμίᾱ, προθυμίαreadiness: fem nom /voc /acc dualπροθῡμίᾱ, προθυμίαreadiness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————προθῡμίαι, προθυμίαreadiness: fem nom /voc plπροθῡμίᾱͅ, προθυμίαreadiness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 προθυμία
προθυμίαιά η1) готовность, рвение, охота, горячее желание;εκδηλώνω προθυμία — проявлять готовность, охотно соглашаться;
με προθυμία — охотно;
2) бурный рост, бурное развитие (растений);οι ελιές έχουν φέτος μεγάλη προθυμίαιά — оливковые деревья в этом году бурно растут
-
5 προθυμία
ἡ προθυμία готовность к действию, рвение -
6 προθυμίᾳ
Βλ. λ. προθυμία -
7 προθυμία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προθυμία
-
8 προθυμία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προθυμία
-
9 προθυμία
A readiness, willingness, eagerness, ᾗσι προθυμίῃσι [pron. full] [ῑ] pepoiqw/s Il.2.588; opp. ἀθυμία, X.Cyr.1.6.13;τῶν πέρι καί τινα ἐνάγει π. μαχόμενον ἀποθνῄσκειν Hdt.5.49
;προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπεις A.Pr. 343
;μηδὲν ἀπολείπειν π. Pl.Lg. 961c
;οὐ μὴν ἀνήσω νῦν π. E.Hipp. 285
;π. ἐμβαλεῖν τινι X. Cyr.1.6.13
, etc.; πάσῃ π. with all zeal, Pl.R. 412e;διὰ τὴν π. Plb.1.20.15
; ὑπὸ προθυμίας by my eagerness, Pl.Phd. 91c: pl.,τὰς ἄγαν π. E.Or. 708
.2 c. gen. pers., ἐκ τῆς Κλεομένεος π. at his desire, Hdt. 6.65, cf. E.Hipp. 1329; κατὰ τὴν τούτου π. as far as his desire goes, Hdt.1.124; τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ by the will of the god, E. Ion 1385; alsoἡ ἐμὴ π. Lys.12.99
.3 c. gen. objecti, πᾶσαν π. σωτηρίης.. παρεχόμενοι showing the utmost zeal to save it, Hdt.4.98; π. ἔργου readiness for action, will or purpose to act, S.Tr. 669, cf. E. IT 616;π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν Pl.Lg. 697d
, cf. 935d, etc.4 π. ἔχειν, = προθυμεῖσθαι, Hdt.7.19, 53:c. inf.,ἔσχε π. στρατεύσασθαι Id.1.204
, cf. E.Tr. 689;πᾶσαν π. ἔχειν Pl.Prt. 327b
, cf. 361c: also c. part.,ἔφη πᾶσαν π. σχεῖν δεόμενος Id.Ti. 23d
; alsoπ. ἔχειν ὅπως.. Id.Mx. 247a
.II goodwill, ready kindness,Ἑλλήνων εἵνεκα ἔργον.. ἔργασμαι ὑπὸ προθυμίης Hdt.9.45
;εἴς τινας X.HG6.5.43
; πλείστην π. περὶ ὑμᾶς, π. πολλὴν περί σε, Id.An.7.6.11, 7.7.45;ὑπέρ τινων D.1.8
;π. ἐδείξαμεν Th.1.74
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προθυμία
-
10 προθυμία
усердие, готовность, рвение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προθυμία
-
11 προθυμία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προθυμία
-
12 προθυμία
[протимиа] ουσ. Θ. желание, готовность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προθυμία
-
13 προθυμία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Sir 45,23willingness, eagernessCf. SPICQ 1978a, 746-751; →TWNT -
14 προθυμία
[протимиа] ουσ θ желание, готовность. -
15 προθῡμία
προ-θῡμία, ἡ, plur., ᾗσι προϑυμίῃσι πεποιϑώς, dem guten Mut, der Freudigkeit vertrauend, Geneigtheit, Bereitwilligkeit; ἐκ προϑυμίης τινός, auf jemandes Wunsch; πᾶσαν προϑυμίαν ἔχειν, c. inf., sehr geneigt sein, wollen -
16 προθυμία
empressement -
17 προθυμία
1) gorliwość (f) rzecz.2) gotowość (f) rzecz.3) skwapliwość (f) rzecz. -
18 προθυμία
1) horlivost2) ochota -
19 προθυμία
1) alacrity2) eagerness3) willingnessΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προθυμία
-
20 empressement
προθυμία
См. также в других словарях:
προθυμία — η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [πρόθυμος] ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τόν είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.) νεοελλ. (στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προθυμία — προθῡμίᾱ , προθυμία readiness fem nom/voc/acc dual προθῡμίᾱ , προθυμία readiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμίᾳ — προθῡμίαι , προθυμία readiness fem nom/voc pl προθῡμίᾱͅ , προθυμία readiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμία — η ψυχική τάση, θέληση, διάθεση για κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθυμιάσῃ — προθυμιά̱σῃ , προθυμιάομαι fumigate before aor subj mp 2nd sg (attic doric) προθυμιά̱σῃ , προθυμιάομαι fumigate before fut ind mp 2nd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόθυμος — η, ο / πρόθυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που δείχνει καλή διάθεση και ζήλο για μια ενέργεια, αυτός που έχει προθυμία να κάνει κάτι που τού ζητήθηκε ή που πρέπει (α. «είμαι πάντα πρόθυμη να σέ βοηθήσω» β. «οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
бъдрость — БЪДРОСТ|Ь (27), И с. 1.Бодрствование: Еи воистину исповѣдаю... правила надъ всѣми и о ||=всѣхъ. и о всѩчьскы(х). пищю гл҃ю и. питье. бодрость и бдѣнье. (ἐγρηγόρσει) ФСт XIV, 166б в; тѣмъ много вамъ. требованье въспрѩновень˫а. бодрости печали.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek