Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θῠ-ώεις

См. также в других словарях:

  • νευρώεις — νευρώεις, εσσα, εν (Α) νευρώδης, δυνατός («νευρῶεν δυνάμενον, ἐνισχῡον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. ώεις (πρβλ. μυρμηκ ώεις, πετρ ώεις)] …   Dictionary of Greek

  • φρικώεις — εσσα, εν, Α φρικώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. ώεις (< όεις* με έκταση τού ο σε ω ), πρβλ. μυρμηκ ώεις, πετρ ώεις] …   Dictionary of Greek

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • δενδρώεις — δενδρώεις, εσσα, εν (Α) ο δενδρήεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ώεις. Το –ω τού επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. κητώεις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»