Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θῠσαν-ωτός

См. также в других словарях:

  • κρωμακωτός — κρωμακωτός, ή, όν (Α) πετρώδης, δύσβατος, απόκρημνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. ωτός (πρβλ. θυσαν ωτός, κλίμακ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • μυττωτός — και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α) χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»