Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θᾰνᾰτ-άω

См. также в других словарях:

  • Θάνατ' — Θάνατε , Θάνατος death masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατ' — θάνατε , θάνατος death masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Euthanasie — Suicide Généralités Autolyse · Tentative de suicide · Idée suicidaire · Euthanasie · Culture de la mort · Liste des pays par taux de suicide • Personnes suicidées& …   Wikipédia en Français

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κοτινηφόρος — κοτινηφόρος, ον (Α) 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές 2. αυτός που φέρει στεφάνι από κότινο, από αγριελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + φόρος (< φόρος < φέρω). Το η είναι συνδετικό φωνήεν και εμφανίζεται αντί τού αναμενόμενου ο… …   Dictionary of Greek

  • μοναστηρήσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι, μοναστηριακός («μοναστηρήσιο χωράφι») 2. αυτός που ζει σε μοναστήρι («μοναστηρήσια μου όμορφη, εδώ είμαι», Σολωμ.) 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που αρμόζει σε μοναστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλόεις — ὀμφαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» αστεϊσμός τού Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας …   Dictionary of Greek

  • σπονδήσιμος — ον, Α αυτός που αρμόζει σε σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή, κατά τα επί θ. σε (ησ)ιμος (πρβλ. θανατ ήσιμος)] …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»