-
1 Θάνατ'
Θάνατε, Θάνατοςdeath: masc voc sg -
2 θάνατ'
θάνατε, θάνατοςdeath: masc voc sg -
3 θανατάω
A desire to die, Pl.Phd. 64b, Ax. 366c, Alex.211, J.BJ3.7.18, Gal.8.190, Max.Tyr.26.9, Philostr.VA7.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατάω
-
4 θανατηγός
θᾰνᾰτ-ηγός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατηγός
-
5 θανατήριος
θᾰνᾰτ-ήριος, ον,A v. θανατήσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατήριος
-
6 θανατηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατηρός
-
7 θανατήσιμος
θᾰνᾰτ-ήσιμος, v. sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατήσιμος
-
8 θανατήσιος
θᾰνᾰτ-ήσιος, ον,= θανάσιμος, rejected by Poll.5.132 (cod.C; - ήσιμος cett.), but found in Afric.Cest.14,16,17 (Math.Vett.p.294 Thévenot); cf. θανατήσιον, οὐ θανάσιμον λέγουσιν, Phot.; [full] θανατήριονA (quoting Pl.R.Bk.ii, E.Med.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατήσιος
-
9 θανατιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατιάω
-
10 θανατικός
A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.3 Adv. -κῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατικός
-
11 θανατόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατόεις
-
12 θανατόω
A (anap.), etc.: [tense] pf.τεθανάτωκα Phld. Rh.1.359S.
:—[voice] Pass., [tense] fut. : [tense] fut. [voice] Med. in pass.senseθανατώσοιτο X.Cyr.7.5.31
: [tense] aor.1ἐθανατώθην Id.An.2.6.4
, Pl.Lg. 865d: [tense] pf.τεθανάτωμαι Plb.23.4.14
:— put to death, τινα Hdt.1.113, A.Pr.l.c.; esp. of the public executioner, Pl.Lg. 872c, etc.: metaph., τεθανατωκέναι τὰς Ἀθήνας (sc. τοὺς ῥήτορας) Phld.l.c.:— [voice] Pass., to be made dead, Ep.Rom.7.4; ὁ -ωθείς the murdered man, Pl. Lg. 865d.2 [voice] Pass., of flesh, to be mortified, Hp.Fract.26:—metaph. in [voice] Act., mortify,τὰς πράξεις τοῦ σώματος Ep.Rom.8.13
.II condemn to death by sentence of law, Antipho 3.3.11, Ev.Matt.26.60:— [voice] Pass., X.An.2.6.4; οἱ τεθανατωμένοι those condemned to death, Plb. l.c.III to be fatal, cause death,ὄφεις -οῦντες LXXNu.21.6
; μυῖαι -οῦσαι ib.Ec.10.1;νόσος Ph.2.247
(-ῶσαν, -ώσασαν codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατόω
-
13 θανατώδης
θᾰνᾰτ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατώδης
-
14 θανάτωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανάτωσις
См. также в других словарях:
Θάνατ' — Θάνατε , Θάνατος death masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατ' — θάνατε , θάνατος death masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
Euthanasie — Suicide Généralités Autolyse · Tentative de suicide · Idée suicidaire · Euthanasie · Culture de la mort · Liste des pays par taux de suicide • Personnes suicidées& … Wikipédia en Français
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κοτινηφόρος — κοτινηφόρος, ον (Α) 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές 2. αυτός που φέρει στεφάνι από κότινο, από αγριελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + φόρος (< φόρος < φέρω). Το η είναι συνδετικό φωνήεν και εμφανίζεται αντί τού αναμενόμενου ο… … Dictionary of Greek
μοναστηρήσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι, μοναστηριακός («μοναστηρήσιο χωράφι») 2. αυτός που ζει σε μοναστήρι («μοναστηρήσια μου όμορφη, εδώ είμαι», Σολωμ.) 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που αρμόζει σε μοναστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ομφαλόεις — ὀμφαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» αστεϊσμός τού Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας … Dictionary of Greek
σπονδήσιμος — ον, Α αυτός που αρμόζει σε σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή, κατά τα επί θ. σε (ησ)ιμος (πρβλ. θανατ ήσιμος)] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek