Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θᾰνᾰτ-ήσιος

См. также в других словарях:

  • μοναστηρήσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι, μοναστηριακός («μοναστηρήσιο χωράφι») 2. αυτός που ζει σε μοναστήρι («μοναστηρήσια μου όμορφη, εδώ είμαι», Σολωμ.) 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που αρμόζει σε μοναστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»