-
1 θανατήσιος
θᾰνᾰτ-ήσιος, ον,= θανάσιμος, rejected by Poll.5.132 (cod.C; - ήσιμος cett.), but found in Afric.Cest.14,16,17 (Math.Vett.p.294 Thévenot); cf. θανατήσιον, οὐ θανάσιμον λέγουσιν, Phot.; [full] θανατήριονA (quoting Pl.R.Bk.ii, E.Med.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατήσιος
См. также в других словарях:
μοναστηρήσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι, μοναστηριακός («μοναστηρήσιο χωράφι») 2. αυτός που ζει σε μοναστήρι («μοναστηρήσια μου όμορφη, εδώ είμαι», Σολωμ.) 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που αρμόζει σε μοναστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek