-
1 θανάσιμος
θανάσιμος, ον, tödtlich, todtbringend, τύχαι Aesch. Ag. 1249; ϑανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα, das Blut des sterbenden Mannes, 1019; ϑανάσιμος γόος, Trauer um den Tod, oder Sterbelied, 1419; φάρμακα Eur. Ion 616; ὄλωλε ϑανασίμῳ πεσήματι Soph. Ai. 1012, durch den Sturz ins Schwert; πέπλον, das vergiftete, Tr. 755; βλάβη Plat. Legg. XI, 933 d; νόσημα Rep. III, 406 b; ἀδικία X, 610 c; ἤδη ϑανάσιμος, er ist dem Sterben, dem Tode nahe, ibd. III, 408 c; so Soph. ὦ γαῖα δέξαι ϑανάσιμόν μ' ὅπως ἔχω Phil. 808; Ἅιδου ϑανασίμους οἰκήτορας Ai. 513, wie Eur. Hec. 1033 ϑανάσιμον πρὸς Ἅιδαν; – ϑηρία, giftige, todtbringende, Pol. 1, 56, 4 u. Sp. – Adv. ϑανασίμως τύπτειν, tödtlich, Antiph. 4 γ 4, wie ϑανάσιμα δάκνειν D. Sic. 1, 87.
-
2 θανάσιμος
θανάσιμος, ον, tödlich, todbringend; ϑανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα, das Blut des sterbenden Mannes; ϑανάσιμος γόος, Trauer um den Tod, oder Sterbelied; ὄλωλε ϑανασίμῳ πεσήματι, durch den Sturz ins Schwert; πέπλον, das vergiftete; ἤδη ϑανάσιμος, er ist dem Sterben, dem Tode nahe; ϑηρία, giftige, todbringende. Adv. ϑανασίμως τύπτειν, tödlich -
3 θανασιμος
21) смертный, сулящий смерть(μόρος Eur.; τύχαι Aesch.)
2) смертельный, губительный, убийственный(φάρμακα Eur., Plut.; νόσημα Plat., Arst.)
3) ядовитый(δήγματα Arst.; θηρία Polyb.; θανάσιμόν τι πίνειν NT.)
θανάσιμα δάκνειν Diod. — причинить смертельный укус4) несущий или причинивший смерть(χείρωμα Soph.; πέσημα Soph.; βλάβη Plat.)
5) смертоносный(πέπλος, sc. Νέσσου Soph.; βέλος Plut.)
6) вызванный (чьей-л.) смертью, проникнутый скорбью об умершем(γόος Aesch.)
7) близкий к смерти, умирающийἤδη θ. Plat. — он уже умирает
8) умерший, мертвыйθανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα Aesch. — кровь убитого;
Ἅιδου θανάσιμοι οἰκήτορες Soph. — усопшие жители Гадеса -
4 θανάσιμος
θανάσιμοςdeadly: masc /fem nom sg -
5 θανάσιμος
A deadly, fatal, Hp.Aph.2.1, Pl.R. 610e, etc.; ; ; ; ; , Ph.Bel.103.31, cf. Metrod.53, etc.; θηρία θ., of poisonous reptiles, Plb.1.56.4: θανάσιμα, τά, poisons, Ev.Marc. 16.18, Dsc.4.108, Gal.14.154. Adv. -μως, τύπτειν to strike with deadly blow, Antipho 4.3.4: neut. pl. as Adv.,ἀσπίδες -μα δάκνουσαι D.S.1.87
.2 belonging to death, θ. αἷμα the life-blood, A. Ag. 1019 (lyr.); μέλψασα θ. γόον having sung her death-song, ib. 1445;θ. ἐκπνοαί E.Hipp. 1438
.II of persons, near death, S.Ph. 819;θ. ἤδη ὄντα Pl.R. 408b
; liable to the death-penalty, Abh.Berl.Akad. 1925(5).21 ([place name] Cyrene).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανάσιμος
-
6 θανάσιμος
θανάσιμος, ον (s. θάνατος; Aeschyl. et al.) deadly θ. φάρμακον (Eur., Ion 616; Diod S 4, 45, 2; Diosc. 2, 24; SIG 1180, 2; Philo, Plant. 147; Jos., Ant. 4, 279; 17, 69) deadly poison ITr 6:2. θηρία ἑρπετὰ θ. death-dealing vermin Hs 9, 1, 9 (λάχανα … θ. Just., D. 20, 3).—Subst. (so the pl. Diosc. 2, 19; 2, 81, 1; Jos., Ant. 14, 368) θανάσιμόν τι Mk 16:18.—DELG s.v. θάνατος. M-M. Spicq. -
7 θανάσιμος
-
8 θανάσιμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θανάσιμος
-
9 θανάσιμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θανάσιμος
-
10 θανάσιμος
смертельный, смертоносный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θανάσιμος
-
11 θανάσιμος
[танасимос] επ смертельный. -
12 θανάσιμος
öldürücü, ölü -
13 θανάσιμος
mortel -
14 θανάσιμος
1) śmiertelnik (m) rzecz.2) śmiertelny przym. -
15 θανάσιμος
1) hrozný2) smrtelník3) smrtelný -
16 θανάσιμος
mortalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θανάσιμος
-
17 ölümcül
θανάσιμος -
18 θανασιμώτατον
θανάσιμοςdeadly: masc acc superl sgθανάσιμοςdeadly: neut nom /voc /acc superl sg -
19 θανασίμως
θανάσιμοςdeadly: adverbialθανάσιμοςdeadly: masc /fem acc pl (doric) -
20 θανάσιμον
θανάσιμοςdeadly: masc /fem acc sgθανάσιμοςdeadly: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
θανάσιμος — deadly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάσιμος — η, ο (AM θανάσιμος, ον) [θάνατος] αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο θανατηφόρος (α. «θανάσιμο τραύμα» β. «θηρία θανάσιμα» ερπετά με θανατηφόρο δηλητήριο) νεοελλ. 1. (για κακή πράξη ή αδίκημα) ασυγχώρητος, βαρύτατος 2. το αρσ. ως ουσ. ο θανάσιμος… … Dictionary of Greek
θανάσιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που επιφέρει θάνατο: Θανάσιμο τραύμα. – Διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. 2. ασυγχώρητος: Θανάσιμο σφάλμα. 3. αμείλικτος: Θανάσιμος εχθρός. – Τον μισεί θανάσιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανασιμώτατον — θανάσιμος deadly masc acc superl sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμως — θανάσιμος deadly adverbial θανάσιμος deadly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάσιμον — θανάσιμος deadly masc/fem acc sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασιμώτερα — θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμοις — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμοισιν — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμου — θανάσιμος deadly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμους — θανάσιμος deadly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)