-
21 убийственный
θανάσιμος, θανατικός, θανατηφόρος, φονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убийственный
-
22 θανασιμώτερα
θανάσιμοςdeadly: neut nom /voc /acc comp pl -
23 θανασίμοις
θανάσιμοςdeadly: masc /fem /neut dat pl -
24 θανασίμοισιν
θανάσιμοςdeadly: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
25 θανασίμου
θανάσιμοςdeadly: masc /fem /neut gen sg -
26 θανασίμους
θανάσιμοςdeadly: masc /fem acc pl -
27 θανασίμων
θανάσιμοςdeadly: masc /fem /neut gen pl -
28 θανάσιμα
θανάσιμοςdeadly: neut nom /voc /acc pl -
29 θανάσιμοι
θανάσιμοςdeadly: masc /fem nom /voc pl -
30 смертельный
смертельный θανάσιμος, θανατηφόρος; \смертельныйая опасность о θανάσιμος κίνδυνος* * *θανάσιμος, θανατηφόροςсмерте́льная опа́сность — ο θανάσιμος κίνδυνος
-
31 смертельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. θανάσιμος, θανατηφόρος•-ая рана θανατηφόρο τραύμα•
смертельный яд θανατηφόρο δηλητήριο.
|| μτφ. ισχυρότατος•-ая борьба с врагом θανάσιμος αγώνας με τον εχθρό•
-ая ненависть θανάσιμο μίσος•
-ая опасность θανάσιμος κίνδυνος.
2. επιθανάτιος•-ая агония επιθανάτια άγων ία.
εκφρ.смертельный враг – θανάσιμος εχθρός•- ая вравда – θανάσιμη έχθρα. -
32 смертельный
смертельн||ыйприл1. θανατηφόρος, θανάσιμος·2. перен θανάσιμος:\смертельныйый враг ὁ ἀσπονδος (или ὁ θανάσιμος) ἐχθρός· \смертельныйая ненависть τό θανάσιμο μίσος. -
33 смертельность
-и θ.θανάσιμος χαρακτήρας•смертельность раны θανάσιμος χαρακτήρας του τραύματος.
-
34 σκηνόω
σκηνόω, 1) ein Zelt, eine Hütte, Laube errichten, bauen, σκηνάς Polyaen. 7, 21, 6. – 2) in einem Zelte wohnen, übh. sich ansiedeln, niederlassen, aufhalten; pass. oder med., οὕτω πόῤῥω ἐσκήνωται τοῠ ϑανάσιμος εἶναι, Plat. Rep. X, 610 e; wie σκηνέω, lagern, Xen. An. 2, 4, 14. 7, 4, 11; ἐν ταῖς οἰκίαις, 5, 5, 11; schmausen, Cyr. 6, 1, 49.
-
35 θανατόεις
-
36 θανατήριος
θανατήριος, in B. A. 99 als besserer Ausdruck für ϑανάσιμος empfohlen.
-
37 ξυναλλαγη
ἥ1) обменξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. — обмен речами, переговоры
2) pl. сношения, взаимоотношенияλέκτρων συναλλαγαί Eur. — половая связь
3) примирение, мирὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. — скрепление мира клятвами;
ἐκ συναλλαγῆς Xen. — в силу (состоявшегося) примирения;πρός τινα διαλέγεσθαι περὴ συναλλαγῶν Xen. — вести с кем-л. переговоры о мире4) стечение обстоятельств, случайνόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. — умерший от болезни;
δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. — ниспосылаемые божествами превратности;ποίας φανείσης συναλλαγῆς ; Soph. — в силу каких обстоятельств? -
38 σκηναω
σκηνέω и σκηνόω тж. med.1) раскидывать шатер, разбивать палатки, располагаться лагерем(κατὰ τὰς κώμας, ἐν τῷ ὄρει Xen.)
2) отправляться на стоянку(εἰς τὰς κώμας Xen.)
3) располагаться, селиться(οἰκίαι, ἐν αἷς ἐσκήνησαν Thuc.; σκηνᾶσθαι παρὰ τὸν ποταμόν Plat.)
πόρρω ἐσκήνηται τοῦ θανάσιμος εἶναι Plat. — это далеко не смертельно4) сколачивать, строить(καλύβην Thuc.)
5) собираться для трапезы, есть, обедатьσ. οἴκοι Xen. — обедать в семейном кругу
6) пироватьοἱ σκηνοῦντες Xen. — пирующие, сотрапезники
7) заселять -
39 συναλλαγη
ἥ1) обменξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. — обмен речами, переговоры
2) pl. сношения, взаимоотношенияλέκτρων συναλλαγαί Eur. — половая связь
3) примирение, мирὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. — скрепление мира клятвами;
ἐκ συναλλαγῆς Xen. — в силу (состоявшегося) примирения;πρός τινα διαλέγεσθαι περὴ συναλλαγῶν Xen. — вести с кем-л. переговоры о мире4) стечение обстоятельств, случайνόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. — умерший от болезни;
δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. — ниспосылаемые божествами превратности;ποίας φανείσης συναλλαγῆς ; Soph. — в силу каких обстоятельств? -
40 смертельно
θανάσιμα-ый θανάσιμος, θανατηφόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смертельно
См. также в других словарях:
θανάσιμος — deadly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάσιμος — η, ο (AM θανάσιμος, ον) [θάνατος] αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο θανατηφόρος (α. «θανάσιμο τραύμα» β. «θηρία θανάσιμα» ερπετά με θανατηφόρο δηλητήριο) νεοελλ. 1. (για κακή πράξη ή αδίκημα) ασυγχώρητος, βαρύτατος 2. το αρσ. ως ουσ. ο θανάσιμος… … Dictionary of Greek
θανάσιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που επιφέρει θάνατο: Θανάσιμο τραύμα. – Διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. 2. ασυγχώρητος: Θανάσιμο σφάλμα. 3. αμείλικτος: Θανάσιμος εχθρός. – Τον μισεί θανάσιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανασιμώτατον — θανάσιμος deadly masc acc superl sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμως — θανάσιμος deadly adverbial θανάσιμος deadly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάσιμον — θανάσιμος deadly masc/fem acc sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασιμώτερα — θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμοις — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμοισιν — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμου — θανάσιμος deadly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμους — θανάσιμος deadly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)