Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θᾰλάσσ-ιος

См. также в других словарях:

  • λύσιος — Προσωνυμία του Διονύσου στη Σικυώνα και σε άλλες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας. * * * λύσιος, ία, ον, αρσ. και λύσειος (Α) 1. αυτός που λυτρώνει κάποιον από ένα κακό («λύσιοι θεοί», Πλάτ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύσιος επίκληση τού Διονύσου.… …   Dictionary of Greek

  • υποθαλάσσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας, υποβρύχιος 2. φρ. α) «υποθαλάσσια κατολίσθηση» (γεωλ. ωκεαν.) κίνηση ασταθούς μάζας ιζημάτων και οργανικών φερτών υλικών από την κορυφή προς τα κατάντη ενός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»