Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θαλάσσωσις

См. также в других словарях:

  • θαλάττωσις — θαλάσσωσις , θαλάσσωσις inundation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάσσωση — η (Α θαλάσσωσις) [θαλασσώνω] κατάκλυση παραθαλάσσιων εκτάσεων με θαλασσινό νερό νεοελλ. η καθέλκυση, η καταβύθιση στη θάλασσα …   Dictionary of Greek

  • θαλαττώσεως — θαλασσώσεω̆ς , θαλάσσωσις inundation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»