-
1 θαλασσοκράτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσοκράτωρ
-
2 θάλασσα
Grammatical information: f.Meaning: `sea' (Il.).Dialectal forms: Att. θάλαττα, Lat Cretan θάλαθθα (Buck, Gr. Diall. $ 81b), Lac. in σαλασσο-μέδοισα Alc. 84.Compounds: Several compp., e. g. θαλασσο-κράτωρ (Hdt., Th.), ἀμφι-θάλασσος `surrounded by the sea' (Pi.; Bahuvrihi); often in hypostases, mostly with - ιος (- ίδιος), e. g. ἐπι-, παρα-θαλάσσιος, - ίδιος (IA).Derivatives: θαλάσσιος `belonging to the sea, maritime' (Hom.), - ία f. - ιον n. as plant name (Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 114), θαλασσ-ίδιος (Hdt.), - αῖος (Simon., Pi.) `id.', θαλασσώδης `sea-like' (Hanno Peripl.), θαλασσερός m. `kind of eye-salve' (Gal.); θαλασσίτης ( οἶνος Plin.; Redard Les noms grecs en - της 96). Denominatives: θαλασσ-εύω `be in the sea' (Th.), - όομαι, - όω `be filled by water from the sea, change into sea' (Arist., hell.) with θαλάσσωσις `inundation' (Thphr., Ph.), - ίζω `be like water from the sea, wash in water of the sea' (Ath., pap.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: For the notion sea, the Greeks used for the old word, limited to Italo-Celtic, Germanic, Balto-Slavic mare - Meer etc. partly old words with a new meaning, ἅλς, prop. `salt', πόντος, prop. `path', partly made others with IE elements like Greek πέλαγος. To θάλασσα belongs Maced. (?) δαλάγχαν θάλασσαν H. the attempts to explain it are doubtful: v. Windekens Beitr. z. Namenforschung 1, 200f., id. Le Pélasgique 89, Autran REIE 2, 17ff., Buck Class. Studies pres. to E. Capps (s. Idg. Jb. 22, 220), Battisti Studi etr. 16, 369ff., Pisani Rend. Acc. Lincei 7, 67ff., Vey BSL 51, 80ff., Steinhauser Μνήμης χάριν 2, 152ff. Acc. to Lesky Hermes 78, 258ff. θάλασσα was originally a foreign word for `salt water' and in this was replaced by synonymous IE ἅλς. Fur. 195 notes that it is not certain that δαλάγχαν is Macedonian (Kalléris does not give it). The word, with a prenasalized variant, is typically Pre-Greek. Furnée further connects σάλος, ζάλος, which seems possible but remains uncertain.Page in Frisk: 1,648-649Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάλασσα
См. также в других словарях:
ζωδιοκράτωρ — ζῳδιοκράτωρ, ὁ (Α) ο κύριος τών ζωδίων, θεότητα που προΐσταται τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, θαλασσο κράτωρ] … Dictionary of Greek
κοσμοκράτορας — ο, θηλ. κοσμοκράτειρα (ΑM κοσμοκράτωρ, ορος) αυτός που κυριαρχεί σε όλο ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξουσιαστής τού κόσμου, κυβερνήτης τού κόσμου («η κοσμοκράτειρα Ρώμη») μσν. (κολακευτικά) ο αυτοκράτορας αρχ. 1. (για πλανήτη) αυτός που διευθύνει… … Dictionary of Greek
ποντοκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κύριος τής θάλασσας, ο κυρίαρχος τού πόντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο κράτωρ] … Dictionary of Greek
φωτοκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κυρίαρχος τού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + κράτωρ (< κράτος, κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτορας), πρβλ. θαλασσο κράτωρ] … Dictionary of Greek
θαλασσοκράτορας — ο, θηλ. θαλασσοκράτειρα (Α θαλασσοκράτωρ, αττ. τ. θαλαττοκράτωρ) 1. αυτός που υπερισχύει στο ναυτικό, ο αήττητος στη θάλασσα 2. αυτός που έχει υπό την εξουσία του πολλές αποικίες ή κτήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. το αρχ. θαλασσοκράτωρ < θαλασσο * + *κράτωρ … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
ιδιοκρατορία — ἰδιοκρατορία, ἡ (Μ) αυτονομία, ανεξάρτητη διακυβέρνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + κρατορία (< κράτωρ, βλ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο κρατορία, κοσμο κρατορία] … Dictionary of Greek