-
41 θηρός
θήρbeast of prey: masc gen sg -
42 θήρεσσι
θήρbeast of prey: masc dat pl (epic aeolic) -
43 θήρεσσιν
θήρbeast of prey: masc dat pl (epic aeolic) -
44 θήραμα
-
45 θηράσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηράσιμος
-
46 θηράτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηράτειρα
-
47 θηρατέος
II θηρατέον one must pursue, Id.Cyr.2.4.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρατέος
-
48 θηρατήριος
A = θηρατικός, c. gen.,ἴυγγα θ. ἔρωτος S.Fr.474.1
.II Subst. -ατήριον, τό, hunting implement, Hsch. s.v. ἄγκιστρον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρατήριος
-
49 θηρατής
A hunter, Ael.NA13.12, PSI3.222.7 (iii A.D.): metaph.,θ. λόγων Ar.Nu. 358
;δόξης D.L.8.8
;τῶν ἀδήλων Philostr.Jun.Im. 1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρατής
-
50 θηρατικός
Aθηρεντικός, σκύλακες Ph.1.628
(s.v.l.), cf. Gal.Protr.6;ἔργα Ael.NA14.5
; θ. σημεῖα signals given by the hunter, Plu.2.593b; θ. φόρος tax for game-licence, dub. in PSI3.222 (iii A.D.).3 fond of hunting, Plu.2.0a, 965b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρατικός
-
51 θηρατός
A to be caught: metaph., attainable,τὴν ἕξιν ᾗ τὰ καλὰ θ. γίγνεται τοῖς ἀνθρώποις Plb.10.47.11
;οὐδ' ὅλως ἐπιστήμῃ θ. ὁ καιρός, ἀλλὰ δόξῃ D.H.Comp.12
; κριτήριον οὐδὲ στοχασμῷ θ. Phld.Rh. 1.167S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρατός
-
52 θήρατρον
θήρ-ᾱτρον, τό,A instrument of the chase, net, trap, etc., X.Mem. 2.1.4, 3.11.7, Plu.2.961c (pl.), Ael.NA1.21: pl., of spider's webs, Max. Tyr.16.5: metaph., prob. in Lib.Decl.22.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θήρατρον
-
53 θηράφιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηράφιον
-
54 θηρεία
θηρ-εία, ἡ,A hunting, Gloss. -
55 θηρεπῳδός
θηρ-επῳδός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρεπῳδός
-
56 θήρευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θήρευμα
-
57 θήρευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θήρευσις
-
58 θηρευτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρευτέον
-
59 θηρευτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρευτήρ
-
60 θηρευτής
A hunter, used by Hom. (only in Il.) always as Adj., κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν hounds and huntsmen, Il.12.41;ἐν κυσὶ θηρευτῇσι 11.325
; soθ. ἄνδρες Hes.Sc. 303
, 388;κύνες Thgn.1254
, X.Ages.9.6: as Subst., Hdt.1.123, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 XXi14; of a fisher, Hdt.2.70; θ. πέρδιξ a decoy partridge, Arist.HA 614a10;θ. ἰξός
birdlime,AP
5.99.2 metaph.,θ. νέων καὶ πλουσίων Pl.Sph. 231d
, cf. Chor.p.67 B.;καλλίστων ὀνομάτων Ath.3.122c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρευτής
См. также в других словарях:
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek
θήρ — beast of prey masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆρ' — θῆρα , θήρ beast of prey masc acc sg θῆρε , θήρ beast of prey masc nom/voc/acc dual θῆραι , θήρα from Thera fem nom/voc pl θῆρε , θηρίον wild animal masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek
Θῆρ' — Θῆραι , Θήρα from Thera fem nom/voc pl Θῆραι , Θήρη hunting of wild beasts fem nom/voc pl Θῆρα , Θήρης masc voc sg Θῆρα , Θήρης masc nom sg (epic) Θῆραι , Θήρης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηροῖν — θήρ beast of prey masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρσί — θήρ beast of prey masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρσίν — θήρ beast of prey masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρί — θήρ beast of prey masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρῶν — θήρ beast of prey masc gen pl θήρα from Thera fem gen pl θηράω hunt pres part act masc voc sg θηράω hunt pres part act neut nom/voc/acc sg θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic ionic) θηράω hunt pres part act masc nom sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρός — θήρ beast of prey masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)