-
1 θεε
-
2 Θεέ
БожеθεέΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Θεέ
-
3 θεέ
БожеΘεέΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θεέ
-
4 περιθεω
1) идти или тянуться вокруг(περὴ τέν νῆσον Plat.)
περὴ δὲ χρύσεος θέε πόρκης Hom. — вокруг (копья) было золотое кольцо2) окружать, окаймлять(τάφρος περιθέει, sc. τὸ ἄστυ Her.)
3) (тж. π. κύκλῳ Arst. и ἐν κύκλῳ Luc.) обходить, обегать(τοὺς οἰκέτας Arph.; τέν πόλιν Luc.)
4) перен. обволакивать, окутывать или пронизывать кругом5) вертеться, вращаться(ἀσπὴς περιθέουσα Her.)
-
5 βρέχω
(αόρ. έβρεξα, παθ. αόρ. βράχηκα и εβράχην) μετ.1) мочить, смачивать; увлажнять; 2) поливать (улицу); брызгать (бельё и т. п.); 3) пропитывать; промачивать; έβρεξα τα πόδια μου я промочил ноги; 4) окунать, погружать; 5) απρόσ. идёт дождь; 6) перен. разг выпить; (в)спрыснуть, обмыть (что-л.); να τα βρέξουμε давайте выпьем по этому случаю;§ βρέχω τον λάρυγγα μου — промочить горло;
βρέχω τό στρώμα μου — мочиться в постели (о младенцах);
τού τίς έβρεξα я его избил;αυτός όμως αλλού ( — или πέρα) βρέχει ≈ — а) ему как об стенку горох; — б) он остался глух к моей просьбе; — аχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках; — каждую пылинку сдувать с кого-л.;
ό, τι βρέξει ας κατεβάσει будь, что будет;βρέξε θεέ μου κάστανα και ρίξε καρυδάκια! держи карман шире!; βρέξε κώλο (или πόδια), φάε (или να φας) ψάρι или αν δεν βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι посл. ≈ без труда не вытащить и рыбку из пруда;1) — промокать;βρέχομαι
βράχηκα ως το κόκκαλο я промок до костей;2) мочиться;§ ούτε βρέχεται, ούτε λιάζεται — погов, он себе и ухом не ведёт
-
6 თეეჲ
-
7 ήμαρτον
ήμαρτον — Грешен! Помилуй! Прости!ΦΡ.ήμαρτον, Θεέ μου /Παναγία μου / Χριστέ μου! — Прости меня, грешного, Боже мой / прости меня, грешного, Пресвятая Богородица / прости меня, грешного, Господи Иисусе Христе, см. συγχωρώ
См. также в других словарях:
θεέ — θεός God masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέε — θέω dhávate pres imperat act 2nd sg (epic ionic) θέω dhávate imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
феe — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = , сущ. (греч. τὸ θεέ) чертог, комната, комнаты () (Иез … Словарь церковнославянского языка
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
εγκαταλείπω — (AM ἐγκαταλείπω) 1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ 2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ) 3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του») 4 … Dictionary of Greek
God Save the Queen — This article is about the anthem. For other uses, see God Save the Queen (disambiguation). God Save the Queen Publication of an early version in The Gentleman s Magazine, 15 October 1745. The title, on the Contents page, is given as God save our… … Wikipedia
Gloria — Das Wort Gloria ist (als gloria, „Ruhm“) ein häufiges Wort in der lateinischen Bibel und in den westkirchlichen – also römisch oder altkatholischen, evangelischen oder anglikanischen – Liturgien, kommt aber auch in den Liturgien ostkirchlicher… … Deutsch Wikipedia
Gloria in excelsis — Deo … Wikipedia Español
Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία) в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… … Википедия
ήμαρτον — (AM ἥμαρτον) νεοελλ. (ως επιφών.) 1. έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος 2. φρ. «ήμαρτον, Θεέ μου!» ή «ήμαρτον, Παναγία μου!» α) αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί β) επιφώνηση αγανάκτησης ή… … Dictionary of Greek
γιαραμπής — και γεραμπής, ο (ειρωνικά ή με προσποιητή μεμψιμοιρία) ο Αλλάχ, ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < (τουρκ. επιφών.) ya rabbi «Θεέ μου» < (εβρ.) rabb «δάσκαλος» (πρβλ. και ραβίνος)] … Dictionary of Greek