-
1 συγχωρώ
συγχωρώ ρ. μετβ.1) извинять, прощать;ΦΡ.σ(υ)χώρα με κι ο Θεός σχωρέσ’ σου — прости меня и Бог тебя простит;2) отпускать грехи (о священнике), прощать грехи кому-либо:ο Θεός να σχωρέσει την ψηχή του! да простит Бог его душу!;
ΦΡ.Θεός σχωρέσει — да простит Господь (в афонском лексиконе употребляется вместо ευχαριστώ «благодарю»)Этим.< дргр. συγχωρώ (-έω) «сближаться, уступать, соглашаться». Еще в древнегреческом слово приобрело значение «склоняться к мнению кого-либо» и «прощать (от συγνώμη), иметь такое же мнение, извинять, быть согласным» -
2 συγχωρώ
(ε) (αόρ. εσυγχώρησα) μετ.1) извинять, прощать;με συγχωρείτε! — извините!, простите!;
2) церк, давать индульгенцию, отпускать грехи -
3 συγχωρώ
[синхоро] р. прощать, извинять, (εκκλ.) отпускать грехи.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγχωρώ
-
4 συγχωρώ
[синхоро] ρ прощать, извинять, (εκκλ.) отпускать грехи. -
5 συγχωρνώ
-
6 συχωρνώ
-
7 συχωρώ
συχωράω (αόρ. σ(υ)χώρεσα) см. συγχωρώ;§ συχωρά το забудь об этом -
8 σχωρνώ
-
9 ήμαρτον
ήμαρτον — Грешен! Помилуй! Прости!ΦΡ.ήμαρτον, Θεέ μου /Παναγία μου / Χριστέ μου! — Прости меня, грешного, Боже мой / прости меня, грешного, Пресвятая Богородица / прости меня, грешного, Господи Иисусе Христе, см. συγχωρώ
См. также в других словарях:
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek
συγχωρώ — 1 συγχώρησα βλ. πίν. 73 2 συγχώρεσα βλ. πίν. 76 και πρβλ. συγχωράω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγχωρώ — συγχώρησα, συγχωρήθηκα, συγχωρημένος 1. παρέχω συγνώμη: Αν δείξει ειλικρινή μεταμέλεια θα τον συγχωρήσω. – Με συγχωρείτε (συγγνώμη). 2. δεν επιτρέπω: Δε συγχωρείται τέτοιο σφάλμα. – Ο διευθυντής δε συγχωρεί στους υφισταμένους του καμία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγχωρῶ — συγχωρέω come together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγχωρέω come together pres ind act 1st sg (attic epic doric) συγχωρέω come together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγχωρέω come together pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρίζω — Α 1. αποχωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω 2. μετακινώ, απομακρύνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 3. συγχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωρίζω. Η λ. με τη σημ. «συγχωρώ» αντί τού συγχωρῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
προσαφίημι — ΜΑ μσν. συγχωρώ αρχ. 1. αφήνω κάτι εναντίον κάποιου 2. παραιτούμαι από κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφίημι «αφήνω, παραιτούμαι, συγχωρώ»] … Dictionary of Greek
συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… … Dictionary of Greek
συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… … Dictionary of Greek
συγχωράω — / συγχωρώ 1 συγχώρησα βλ. πίν. 58 2 συγχώρεσα βλ. πίν. 62 και πρβλ. συγχωρώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia