Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θάλλῐνος

См. также в других словарях:

  • θάλλινος — θάλλινος, ίνη, ον (Α) [θαλλός] κατασκευασμένος από θαλλούς, από νεαρούς βλαστούς («θάλλινα ἀγγεῖα») …   Dictionary of Greek

  • θάλλινα — θάλλινος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλινώδης — θαλλινώδης, ῶδες (Α) (για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ευ ώδης, τρομ ώδης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»