Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θωρήσσομαι

См. также в других словарях:

  • θωρήσσομαι — θωρήσσω arm with a pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιθωρήσσομαι — ἐπιθωρήσσομαι (Α) οπλίζομαι εναντίον κάποιου, ετοιμάζομαι για μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωρήσσομαι (< θώραξ) «οπλίζομαι, ετοιμάζομαι για μάχη»] …   Dictionary of Greek

  • θωρήσσω — (Α) [θώραξ] 1. οπλίζω με θώρακα 2. οπλίζω για μάχη, ετοιμάζω για μάχη, για πόλεμο 3. μεθώ κάποιον («οἷνος... εὖτ ἂν θωρήξας, μ ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», Θέογν.) 4. μέσ. θωρήσσομαι σταματώ τη δίψα κάποιου, ευφραίνω με ποτό («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»