Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θυμῆρες

См. также в других словарях:

  • θυμῆρες — θῡμῆρες , θυμαρής suiting the heart masc/fem voc sg (epic ionic) θῡμῆρες , θυμαρής suiting the heart neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμήρης — θυμήρης, ες (ΑΜ) θυμαρής* 1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός 2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να τό δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.). επίρρ... θυμήρως (Α) ευχάριστα, τερπνά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μναρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαλακόν. ἡδύ, θυμῆρες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μνιαρόν (μνjαρόν) < μνίον*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»