-
1 μναρόν
Grammatical information: adj.Page in Frisk: 2,247Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μναρόν
См. также в других словарях:
μναρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαλακόν. ἡδύ, θυμῆρες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μνιαρόν (μνjαρόν) < μνίον*] … Dictionary of Greek