-
21 αλληκτος
-
22 αλογιστος
21) безрассудный, неразумный(τόλμα Thuc., Plut.; sc. ἀνήρ Plat.; κριτής, ὀργή Men.; θυμός Polyb.)
πλοῦτος ἀ. Men. — шальное богатство -
23 αμυνιας
-
24 ανθρωποθυμος
-
25 ανοιδεω
вздуваться, набухать(κῦμ΄ ἀνοιδῆσαν Eur.; ἀ. ὑπὸ τοῦ πνεύματος Arst.; ἥ θάλασσα ἀνοιδεῖ Plut.)
θυμὸς ἀνοιδέει Her. — душа закипает (гневом) -
26 αποθυμος
-
27 ασαντος
-
28 ατειρης
21) несокрушимый, твердый, прочный(χαλκός Hom.; ἀγαθόν Pind.)
2) непреклонный, упорный(κραδίη Hom.)
3) неслабеющий, мощный(φωνή Hom.)
ἀ. οἴνῳ Anth. — не пьянеющий4) неукротимый(μένος Hom.)
5) суровый, жестокий(ἐν μύθοισι καὴ ἐν προσόδοισιν Theocr.; θυμός Plut.)
6) неутомимый(ἐν πόνοις Anacr.)
-
29 ατρομος
21) бесстрашный, неустрашимый(θυμός Hom.; μένος Hom., Plut.)
2) спокойный, безмятежный(ὕπνος, εὔπλοια Anth.)
-
30 αυτοδιδακτος
-
31 βαρυθυμος
-
32 βορβοροθυμος
-
33 γελανης
-
34 γλυκυθυμος
21) добродушный, кроткий, мягкий, ласковый, благожелательный(ἀνήρ Hom., Plut.)
2) приятный, нежный(ὕπνος, ἔρως Arph.)
3) преданный наслаждениям, изнеженный(Ἐπικούρειοι Luc.)
-
35 γλυκυς
Iγλῠκεῖα, γλυκύ1) сладкий(μέλι, νέκταρ Hom.; χυμός Arst.)
2) пресный(τὸ πότιμον καὴ γλυκὺ ὕδωρ Arst.)
3) сладостный, приятный(ὕπνος Hom.; ἵμερος Hom., Pind.; μέλος, ἐλπίς, βίοτος Pind.)
4) приветливый, ласковый, милый, кроткий(φρήν, γέλως Pind.; θυμός Anacr.; παῖδες ἀρχαίου Σκότου Soph.)
ὦ γλυκύτατε или ὡς γ. εἶ! Plat. — ах ты, мой милый!II -
36 γυναικοφρων
-
37 δακεθυμος
-
38 δηξιθυμος
-
39 διχοθυμος
-
40 δριμυς
- εῖα -ύ1) острый, пронизывающий(βέλος Hom.; ἄκος Hes.)
ἀνὰ ῥῖνάς οἱ δριμὺ μένος προὔτυψε Hom. — в носу у него сильно защекотало, т.е. слезы подступили у него к горлу2) острый, едкий, крепкий(καπνός Arph.; χυμός, ὀσμή Arst.; οἶνος Luc.: φάρμακον Plut.)
3) острый, пряный(ἐδέσματα Arst.)
4) сильно пахнущий, с острым запахом(ἄνθη Plut.)
5) гневный, злобный(χόλος Hom. и χολά Theocr.; θυμός Aesch.; θηρίον Plat.; δριμὺ βλέπειν Arph. и ἀποβλέπειν Luc.)
6) жестокий, ожесточенный(μάχη Hes.)
7) сильный, бурный, пылкий, пламенный(ἔρως Plat., Plut.)
8) остроумный, проницательный, хитрый(Σισύφου γένος Eur.; δ. καὴ ἔντονος Plat.; δριμὺ βλέπειν Plat. - ср. 5)
9) мелочный, придирчивый(ἥ ἐν γράμμασι μικρολογία Plut.)
См. также в других словарях:
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θυμός — ο οργή, ψυχική ταραχή που εκδηλώνεται με ξεσπάσματα βίαια: Τον έπιασε ο θυμός. – Τον τύφλωσε ο θυμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμός — θῡμός , θυμός soul masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμος — θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc sg θύμος Cretan thyme masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. — πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. См. Душа в пятки ушла … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θύμοι — θύμος Cretan thyme masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… … Православная энциклопедия
Concupiscence — La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du péché »… … Wikipédia en Français
Péché sexuel — Concupiscence La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du… … Wikipédia en Français
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek