Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θυιάς

См. также в других словарях:

  • θυιάς — inspired fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυιάς — θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)] μσν. επίθεση, έφοδος, προσβολή αρχ. 1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που τής προκαλούν τα κεντρίσματα τής Ήρας… …   Dictionary of Greek

  • Θυίας — Θυίᾱς , Θυία mortar fem acc pl Θυίᾱς , Θυία mortar fem gen sg (attic doric aeolic) Θυίᾱς , Θυίη mortar fem acc pl Θυίᾱς , Θυίη mortar fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυίας — θυίᾱς , θυία mortar fem acc pl θυίᾱς , θυία mortar fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυιάδα — θυιάς inspired fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυιάδας — θυιάς inspired fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυιάδες — θυιάς inspired fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυιάδι — θυιάς inspired fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυιάδος — θυιάς inspired fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυιάδων — θυιάς inspired fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυιάσι — θυιάς inspired fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»