-
1 θρόνος
θρόνος, ὁ (ΘΡΑ, vgl. ϑρᾶνος, ϑρῆνυς), Sessel, nach Ath. V, 192 e ἐλευϑέριος καϑέδρα σὺν ὑποποδίῳ; bei Hom. ein Stuhl, an dem ein Schemel für die Füße, ϑρῆνυς, befestigt ist; nicht verschieden von κλισμός, vgl. Iliad. 24, 515 mit vs. 597; Odyss. 1, 145 ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε ϑρόνους τε, Homerische Parallelie, dasselbe zweimal gesagt mit verschiedenen Worten. – Der Sitz der Götter, παρὰ Διὸς ϑρόνοις Aesch. Eum. 220; Soph. Ant. 1028; bei Ἄρτεμιν, ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς ϑρόνον ϑάσσει, O. R. 161, kann auch der Tempel gedacht werden; Πλούτωνος Ar. Ran. 769; Ἀνάγ-κης Plat. Rep. X, 621 a, an Richterstuhl zu denken; Ἀπόλλωνος ϑρόνοι Pind. Ol. 14, 11. – Bei den Tragg. im plur. Herrschaft, wie wir "Thron" gebrauchen, ἐν ϑρόνοις ἧσϑαι Aesch. Ch. 969, wie 565; ἐκ τυραννίδος ϑρόνων ἐκβαλεῖν Prom. 912; μονόσκηπτροι Suppl. 369; σκῆπτρα καὶ ϑρόνους ἔχειν, κραίνειν, Soph. O. C. 426. 449; ϑρόνων δεσπόζειν Tr. 362. – Auch μαντικοὶ ϑρόνοι, Aesch. Eum. 586, vom Orakel, wie ἀψευδὴς ϑρ. Eur. I. T. 1221. Vom Königsthrone, Xen. öfter im sing.; Sp. von der Rednerbühne u. Aehnlichem. – Uebertr., wie bei uns, ϑάρσος εὐπιϑὲς ἵζει φρενὸς ϑρόνον Aesch. Ag. 956; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ Plat. Rep. VIII, 553 b. – Bei Ath. III, 111 d Name eines Brotes.
-
2 θρόνος
θρόνος, ὁ, Sessel; ein Stuhl, an dem ein Schemel für die Füße, ϑρῆνυς, befestigt ist; nicht verschieden von κλισμός. Der Sitz der Götter, παρὰ Διὸς ϑρόνοις; bei Ἄρτεμιν, ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς ϑρόνον ϑάσσει, kann auch der Tempel gedacht werden; Ἀνάγ-κης, an Richterstuhl zu denken; im plur. Herrschaft, wie wir »Thron« gebrauchen. Vom Königsthrone; von der Rednerbühne u. Ähnlichem. Name eines Brotes -
3 πρωτό-θρονος
πρωτό-θρονος, auf dem ersten Sessel; Ἥρη, Coluth. 153; Nonn. D. 8, 166; davon der heteroklitische plur. πρωτόϑρονες, Marcell. inscr. Triop. 35 ( App. 51); vgl. Lob. Phryn. p. 658.
-
4 ποικιλό-θρονος
ποικιλό-θρονος, auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.
-
5 πολύ-θρονος
πολύ-θρονος, = πολυφάρμακος, Nic. Ther. 875, v. l. πολύχνοος.
-
6 σύν-θρονος
σύν-θρονος, mit, zugleich, beisammen, daneben sitzend, thronend, mit herrschend; Δίκη, Iul. Aeg. 39 (IX, 445); Luc. Mort. Peregr. 29.
-
7 τρί-θρονος
τρί-θρονος, ον, dreisitzig, dreithronig, K. S.
-
8 χρῡσό-θρονος
χρῡσό-θρονος, golden thronend, auf goldenem Sitze, Throne, bei Hom. Beiwort der Hera, der Artemis u. der Eos, bei Pind. Κυράνα, Ἥρα, P. 4, 260 N. 1, 37; Ar. Av. 950.
-
9 εὔ-θρονος
εὔ-θρονος, ep. ἐΰϑρονος, mit schönem Sitz, schönthronend, Eos, Il. 8, 565 Od. 6, 48. 15, 495. 17, 497; Ἀφροδίτη Pind. I. 2, 5, Κλειώ N. 3, 79, Ώραι P. 9, 62, Κάδμου κοῠραι Ol. 2, 22; μήτηρ πάντων ἀϑανάτων Ap. Rh. 1, 1094 u. Orph.
-
10 δί-θρονος
δί-θρονος, zweithronig; κράτος, d. i. Agamemnon u. Menelaus, Aesch. Ag. 103; δίϑρονος καὶ δίσκηπτρος τιμή 43.
-
11 μονό-θρονος
μονό-θρονος, allein thronend, K. S.
-
12 λιπαρό-θρονος
λιπαρό-θρονος, mit glänzendem Sitze, ἐσχάραι, Aesch. Eum. 773, wo man beim Opferaltar auch den vom Fett der Opfer triefenden Sitz erklären kann; auch Stob. ecl. 1, 6, 12.
-
13 ἀπό-θρονος
ἀπό-θρονος, vom Throne kommend, Nonn.
-
14 ἀργυρό-θρονος
ἀργυρό-θρονος, auf silbernem Throne, Sp.
-
15 ἀντί-θρονος
ἀντί-θρονος, gegenübersitzend, Sp.
-
16 ἀγχί-θρονος
ἀγχί-θρονος, nahethronend, Nonn.
-
17 ἀγλαό-θρονος
ἀγλαό-θρονος, herrlich thronend, Pind. Μοῦσαι Ol. 13, 92; κόραι N. 10, 1.
-
18 ὁμό-θρονος
ὁμό-θρονος, mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.
-
19 ὑψί-θρονος
ὑψί-θρονος, hoch thronend, Κλωϑώ Pind. I. 5, 16, Νηρεΐδες N. 4, 65.
-
20 ἔν-θρονος
ἔν-θρονος, auf dem Stuhl, Thron, Sp.
См. также в других словарях:
θρόνος — seat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
θρόνος — ο 1. πολυτελές κάθισμα: Επισκοπικός θρόνος. 2. εξουσία: Ανεβαίνω στο θρόνο. – Απομακρύνομαι από το θρόνο. 3. φρ., «λόγος του θρόνου», λόγος που παλαιότερα εκφωνούσε ο βασιλιάς στη Βουλή, όταν άρχιζαν οι εργασίες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
θρόνε — θρόνος seat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνοι — θρόνος seat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνους — θρόνος seat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Throne — This article is about royal thrones; for other meanings see Throne (disambiguation). The thrones for Elizabeth II as Queen of Canada, and the Duke of Edinburgh (back) in the Canadian Senate, Ottawa are usually occupied by the Queen s… … Wikipedia
αρκοσόλιο — (arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα… … Dictionary of Greek
θρονί — το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) [θρόνος] 1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο 2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος νεοελλ. 1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση τού ναού, όπου τοποθετείται εικόνα τής Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί τής… … Dictionary of Greek