Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐΰϑρονος

См. также в других словарях:

  • εύθρονος — εὔθρονος και ἐΰθρονος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐύθρονος — εὔθρονος with beautiful seat masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔθρονον — εὔθρονος with beautiful seat masc/fem acc sg εὔθρονος with beautiful seat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύθρονον — εὔθρονος with beautiful seat masc/fem acc sg (epic) εὔθρονος with beautiful seat neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθρόνοις — εὔθρονος with beautiful seat masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθρόνου — εὔθρονος with beautiful seat masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔθρονε — εὔθρονος with beautiful seat masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυθρόνου — εὔθρονος with beautiful seat masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύθρονε — εὔθρονος with beautiful seat masc/fem voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»