-
1 ἀγχί-θρονος
ἀγχί-θρονος, nahethronend, Nonn.
-
2 ἀγχίθρονος
См. также в других словарях:
αγχίθρονος — ἀγχίθρονος, ον (Α) αυτός που έχει τον θρόνο του, το κάθισμά του, κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θρόνος] … Dictionary of Greek
1 ἀγχί-θρονος
ἀγχί-θρονος, nahethronend, Nonn.
2 ἀγχίθρονος
αγχίθρονος — ἀγχίθρονος, ον (Α) αυτός που έχει τον θρόνο του, το κάθισμά του, κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θρόνος] … Dictionary of Greek