-
21 θριαμβίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριαμβίς
-
22 θρίαμβος
Grammatical information: m.Meaning: name of hymns sung at the feasts for Dionysos (Cratin. 36), also said of the god ( Trag. Adesp. 140 u. a.); hell.also rendering of Lat. triumphus (Plb., D. S.);Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like διθύραμβος, ἴαμβος (s. vv.) and like these prob. Pre-Greek. Often (after Sommer Lautstud. 58ff.) connected with the numeral `three' ("Dreischritt" v.t.), which is impossible. Extensive treatment by v. Windekens Orbis 2, 489ff., who takes θρίαμβος as (Indo-European) "Pelasgian" and gives a quite arbitrary IE etymology. - Acc. to Sturtevant ClassPhil. 5, 323ff. from θριάζω, θρίασις influenced by ἴαμβος; further Theander Eranos 15, 126 n. 1. - Fur.191 connects τριάζω `conquer'. Clearly a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,682-683Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρίαμβος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θριαμβικός — triumphal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβικός, ή, όν, θηλ. και θριαμβίς) [θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα») 2. μεγαλοπρεπής αρχ. (για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο. επίρρ... θριαμβικώς και ά (ΑΜ… … Dictionary of Greek
θριαμβικός — ή, ό θριαμβευτικός: Θριαμβική αψίδα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θριαμβικῶν — θριαμβικός triumphal fem gen pl θριαμβικός triumphal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικαῖς — θριαμβικός triumphal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικοῦ — θριαμβικός triumphal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικῆς — θριαμβικός triumphal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικῇ — θριαμβικός triumphal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβική — θριαμβικός triumphal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικήν — θριαμβικός triumphal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικῶς — θριαμβικός triumphal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)