-
1 θριαμβικός
θριαμβικόςtriumphal: masc nom sg -
2 θριαμβικός
A triumphal,ἐσθής D.H.5.35
, J.BJ7.5.4;κόσμος Str.5.2.2
; πομπή, τιμαί, Plu.Aem. 30, Sert.18; κηδεύματα connexions with triumphal families, Id.Cat. Ma.24 (v.l. -ευτικῶν) ; ἄνδρες θ., Lat. viri triumphales, Id.Cam.21, cf. Crass.1. Adv.-κῶς, ἠμφιεσμένος App.BC2.106
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριαμβικός
-
3 θριαμβική
θριαμβικόςtriumphal: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 θριαμβικήν
θριαμβικόςtriumphal: fem acc sg (attic epic ionic) -
5 θριαμβικών
-
6 θριαμβικῶν
-
7 θριαμβική
-
8 θριαμβικῇ
-
9 θριαμβικής
-
10 θριαμβικῆς
-
11 θριαμβικαίς
-
12 θριαμβικαῖς
-
13 θριαμβικού
-
14 θριαμβικοῦ
-
15 θριαμβικώ
-
16 θριαμβικῷ
-
17 θριαμβικώς
-
18 θριαμβικῶς
-
19 θριαμβικάς
θριαμβικά̱ς, θριαμβικόςtriumphal: fem acc pl -
20 θριαμβευτικός
A v.l. for θριαμβικός, Plu.Cat.Ma.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριαμβευτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θριαμβικός — triumphal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβικός, ή, όν, θηλ. και θριαμβίς) [θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα») 2. μεγαλοπρεπής αρχ. (για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο. επίρρ... θριαμβικώς και ά (ΑΜ… … Dictionary of Greek
θριαμβικός — ή, ό θριαμβευτικός: Θριαμβική αψίδα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θριαμβικῶν — θριαμβικός triumphal fem gen pl θριαμβικός triumphal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικαῖς — θριαμβικός triumphal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικοῦ — θριαμβικός triumphal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικῆς — θριαμβικός triumphal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικῇ — θριαμβικός triumphal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβική — θριαμβικός triumphal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικήν — θριαμβικός triumphal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικῶς — θριαμβικός triumphal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)