Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θρασύνομαι

См. также в других словарях:

  • θρασύνομαι — θρασύ̱νομαι , θρασύνω embolden aor subj mid 1st sg (epic) θρασύ̱νομαι , θρασύνω embolden pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύνω — (ΑΜ θρασύνω) [θρασύς] καθιστώ κάποιον θρασύ, αποθρασύνω μσν. αρχ. παθ. θρασύνομαι παίρνω υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης αρχ. 1. καυχιέμαι για κάτι, κομπάζω 2. (μέσ. και παθ.). α) αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι β) φρ. «πρὶν ὅρμῳ ναῡν… …   Dictionary of Greek

  • υπερθρασύνομαι — Α αποκτώ θάρρος σε υπέρμετρο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θρασύνομαι «αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՄԱՌԵՄ — (եցի.) NBH 2 0318 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c չ. ՅԱՄԱՌԵՄ ՅԱՄԱՌԻՄ. θρασύνομαι temerarius sum ἑπιμένω , ἑπιτίθημαι, ἑγκείμαι persevero; incumbo, insto եւն. Յամառ գտանիլ. յամել՝ յարիլ՝ խստանալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՆԴԳՆԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0324 Chronological Sequence: Early classical, 11c ձ. τολμάω, θρασύνομαι audeo, praesumo ἑπιχειρέω manum admoveo, aggredior. Յանդո՛ւգն բերիլ. յանչափս համարձակիլ. ժպրհիլ. ժտիլ. իշխել. ձեռներէց լինել. *Ընդէ՞ր յանդգնեցաւ սիրտ քո:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»