-
1 θρασύ-δειλος
θρασύ-δειλος, der Feigling, der sich keck stellt, Arist. Eth. 3, 7, ἐν τούτοις ϑρασυνόμενοι τὰ φοβερὰ οὐχ ὑπομένουσι; – λίϑος, eine Steinart am Eurotas, Plut. de fluv. 17, 2.
-
2 δειλός
Grammatical information: adj.Meaning: `cowardly, miserable' (Il.).Derivatives: δειλία `cowardice, uselessness' (Ion.-Att.) with δειλιάω `fear' (LXX), ἀπο-δειλιάω (Pl.) and ( ἀπο-)δειλίασις (Plb.); δειλότης (H.) and denomin. δειλαίνω `be fearful' (Arist.), δειλόομαι (S. Ichn. 150?, LXX); δειλιαίνω `make fearful' (LXX). - Express. δείλαιος `wretched' (Emp.), δειλαιότης (sch.);: δείλακρος (Ar.; Frisk Nom. 63f.)), δειλακρίων (Ar.), δειλακρίνας (EM).Origin: IE [Indo-European] [227] *du̯ei- `fear'Etymology: From *δϜει-λός or *δϜει-ελός (λ-stem beside *δϜεῖος \> δέος as νεφέλη: νέφος?); on the suffix cf. ἔκπαγλος, Chantraine 238. - Kuiper Glotta 75 (1999) 63-67 finds `cowardly' only in N 278 and thinks that connection with Skt. dīná- `weak, minor, miserable' is the better connection and points to * deih₁-lo-.Page in Frisk: 1,356-357Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δειλός
-
3 θρασύδειλος
II name of a gem, Ps. Plu. Fluv.17.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασύδειλος
-
4 θρασύδειλος
θρασύ-δειλος, der Feigling, der sich keck stellt; λίϑος, eine Steinart am Eurotas -
5 θρασυδειλος
I2IIὅ трасидил (род круглого камня на берегах римск. Эврот) Plut.
См. также в других словарях:
θρασύδειλος — η, ο (ΑΜ θρασύδειλος, ον) θρασύς και δειλός συγχρόνως, δειλός που υποκρίνεται τον γενναίο αρχ. είδος πολύτιμου λίθου. επίρρ... θρασυδείλως με θρασυδειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + δειλός. Το επίρρ. θρασυδείλως μαρτυρείται από το 1891 στην… … Dictionary of Greek
κακόσπλαγχνος — κακόσπλαγχνος, ον (Α) μικρόψυχος, δειλός, άνανδρος. επίρρ... κακοσπλάγχνως (Μ) άνανδρα, δειλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. βαρύ σπλαγχνος, θρασύ σπλαγχνος] … Dictionary of Greek