-
1 θλιβώδης
θλῐβ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θλιβώδης
-
2 θλῑβώδης
θλῑβ-ώδης, ες, beengend, belästigend -
3 θλίβω
Grammatical information: v.Meaning: `press, bruise' (ρ 221).Other forms: aor. θλῖψαι,Derivatives: ( ἔκ- etc.) θλῖψις `pressure' (Arist.), θλιμμός `id.' (LXX, Aq.), ἔκ-, ἀπό-θλιμμα `what is pressed out, sap' (Hp.), ( ἐκ-)θλιβή `pressure' (LXX, Gal.) with θλιβερός (Paul. Aeg.), θλιβώδης (Aq.); θλιβίας = θλαδίας (Str.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From θλάω and φλίβω (also τρίβω?) through crossing? Walde IF 19, 105, Güntert Reimwortbildungen 149.Page in Frisk: 1,676Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θλίβω
См. также в других словарях:
θλιβώδης — θλιβώδης, ες (Α) [θλίβω] καταπιεστικός … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek