-
1 θηραμα
ион. θήρημα - ατος τό1) погоня, охота(φοβερὸν θ. φυγεῖν Eur.)
2) охотничья добыча, улов(πλησθέντα θηράμασι δίκτυα Anth.)
3) добыча, трофеи(θ. βαρβάρου πλάτας, sc. Ἑλλανίδες κόραι Eur.; διωκόμενον ἐκ μακροῦ θ. Plut.)
4) предмет желаний, цель(παιδός Eur.; ἀρετά, θ. κάλλιστον βίῳ Arst. ap. Diog.L.)
-
2 θήρᾱμα
θήρᾱμα, τό, das Erjagte, die Jagdbeute, Eur. Bacch. 867 u. öfter; auch Sp., ϑηράμασι πλησϑέντα δίκτυα Apollds. 7 (VI, 105); in Prosa, Plut. Lucull. 17.
-
3 θήρᾱμα
θήρᾱμα, τό, das Erjagte, die Jagdbeute -
4 θήραμα
θήρᾱμα, θήραμαprey: neut nom /voc /acc sg -
5 θήραμα
θήρευμα τό добыча (охотничья); дичь -
6 θήραμα
-
7 θήραμα
1) capture2) chasse -
8 θηρευμα
-
9 θηρημα
-
10 добыча
добыча ж 1) (на охоте) η λεία, το θήραμα 2) (руды, угля и т. п.) η εξόρυξη* * *ж1) ( на охоте) η λεία, το θήραμα2) (руды, угля и т. п.) η εξόρυξη -
11 quarry
I 1. ['kwori] plural - quarries; noun(a place, usually a very large hole in the ground, from which stone is got for building etc.) λατομείο, νταμάρι2. verb(to dig (stone) in a quarry.) βγάζω από νταμάριII ['kwori] plural - quarries; noun1) (a hunted animal or bird.) θήραμα2) (someone or something that is hunted, chased or eagerly looked for.) θήραμα: στόχος αναζητήσεων -
12 θήρευμα
θήρευμα, τό, = ϑήραμα, Eur. I. A. 1162; τὰ πεζὰ ϑηρεύματα Plat. Legg. VII, 823 b.
-
13 θήρημα
-
14 дичь
1. (дикая птица) το θήραμα 2. (мелкие животные) τα θηράματα (πλ.), το κυνήγι, τα μικρά άγρια ζώα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дичь
-
15 дичь
-
16 дичь
дич||ьж1. (животные, птицы) τό θήραμα·2. (мясо) τό κυνήγι:паштет из \дичьи ἡ πήτα ἀπό κρέας κυνηγιού·3. (дикое, глухое место) разг ἡ ἐρημιά, ἡ ἀγριάδα:какая \дичь вокру́г! τί ἀγριότο-πος!·4. (вздор, чепуха) разг ἡ ἀνοησία, ἡ σαχλαμάρα, τά κουροφέξαλα:поро́ть \дичь λέγω σαχλαμάρες, λέγω κουροφέξαλα. -
17 добыча
добыч||аж1. (действие) ἡ ἐξόρυξη· [-ις], ἡ ἐξαγωγή:\добыча минералов ἡ ἐξόρυξη τῶν ὀρυκτῶν2. (добытое) τό ἐξορυγμένο προϊόν / ἡ βορά, ἡ λεία (хищи́ика)/ ἡ θήρα, τό θήραμα (охотника)/ τό λάφυρο[ν], τά λάφυρα (военная)· ◊ стать \добычаей огня γίνομαι παρανάλωμα τοῦ πυρός. -
18 θηραμάτων
θηρᾱμάτων, θήραμαprey: neut gen pl -
19 θηράμασιν
θηρά̱μασιν, θήραμαprey: neut dat pl -
20 θηράματα
θηρά̱ματα, θήραμαprey: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
θήραμα — το (ΑΜ θήραμα) [θηρώ] 1. το ζώο που θηρεύεται ή είναι θηρεύσιμο, κυνήγι, θήρευμα, άγρευμα, λεία 2. μτφ. εύρημα, απόκτημα (α. «θήραμα τι ἐνέτυχον χρυσού τιμιωτέραν κόρην», Διγ. Ακρ. β. «ἀρετά... θήραμα κάλλιστον βίῳ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
θήραμα — το, ατος 1. το ζώο που πιάστηκε ή σκοτώθηκε στο κυνήγι: Έφερε πολλά θηράματα σήμερα. 2. το ζώο που μπορεί να κυνηγήσει κάποιος: Εξαφανίστηκαν τα θηράματα απ αυτήν την περιοχή. – Παγιδεύω το θήραμα. 3. μτφ., ό,τι επιδιώκει να αποκτήσει κάποιος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήραμα — θήρᾱμα , θήραμα prey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… … Dictionary of Greek
δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο … Dictionary of Greek
θήρευμα — το (Α θήραμα) [θηρεύω] θήραμα, λεία, λάφυρο αρχ. στον πληθ. τὰ θηρεύματα το κυνήγι … Dictionary of Greek
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek
σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… … Dictionary of Greek
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek