-
1 θεωρια
ион. θεωρίη ἥ1) наблюдение, обозрениеοὐ σπάνις τῆς θεωρίας (sc. ἐστίν) Arst. — это нередко можно наблюдать
2) осмотр или посещение чужих стран, путешествиеκατὰ θεωρίης πρόφασιν или τῆς θεωρίης εἵνεκεν Her. — с целью посещения других стран;
τῆς ἀπούσης πόθος ὄψεως καὴ θεωρίας Thuc. — желание посмотреть дальние края3) филос. созерцание, умозрение, размышление(θ. καὴ ζήτησις Plat.; τῶν καλῶν Arst.)
θ. πάντος μὲν χρόνου, πάσης δὲ οὐσίας Plat. — мысленный охват всего времени и всего бытия;τέν θεωρίαν ποιεῖσθαι περί τινος Arst. — предаваться размышлениям о чем-л.4) учение, теория(ἥ μαθηματικέ θ. Plut.)
αἱ νυκτεριναὴ καὴ ἡμεριναὴ θεωρίαι Polyb. — исчисление ночей и дней5) зрелище (праздничное или театральное)(ἀγῶνες καὴ θεωρίαι Arst.; συμπαραγενέσθκι ἐπὴ θεωρίαν τινά NT.)
ἄγειν τινὰ ἐιτὴ δεῖπνον, ἐπὴ ξυμπόσιον, ἐπὴ θεωρίαν Arph. — водить кого-л. по обедам, пирам и зрелищам;ἥ τοῦ Διονύσου θ. Plat. — Дионисийские торжества(ἥ Ὀλυμπίαζε θ. Thuc.)
7) теория (религиозное посольство из одного греч. государства в другое для участия в празднествах и играх)ἑκάστου ἔτους θεωρίαν ἀπάξειν εἰς Δῆλον Plat. — ежегодно отправлять теорию на Делос -
2 Θεωρια
ἡ Теория ( олицетворение религиозных посольств) Arph. -
3 θεωρία
η1) теория;η θεωρία των πιθανοτήτων — теория вероятности;
η θεωρία της σχετικότητας — теория относительности;
καταχτώ τη θεωρία — овладевать теорией;
αναπτύσσω θεωρίες — рассуждать отвлечённо, теоретизировать;
2) представительность, внушительность;3) вид, внешность;δεν έχει θεωρία — не иметь вида;
4) умозрение;5) воен, обучение -
4 θεωρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεωρία
-
5 θεωρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεωρία
-
6 θεωρία
зрелище.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θεωρία
-
7 θεωρία
[тэориа] ουσ θ теория. -
8 αρχιθεωρια
ἥ архитеория (обязанности архитеора или несение расходов по снаряжению священного посольства - θεωρία) Lys. -
9 θεωριη
-
10 αστατος
21) неустойчивый(τῷ κύκλῳ σῶμα Arst.)
2) волнующийся, неспокойный(ἄ. χειμῶνι ἥ θάλασσα Plut.)
3) недостоверный, шаткий(θεωρία Polyb.)
-
11 γραμμικος
I3линейный, т.е. геометрический(ἀπόδειξις Plut.; θεωρία Diog.L.)
IIὅ чертежник(γεωμέτραι καὴ γραμμικοί Plut.)
-
12 δυσχερης
21) трудный, тяжелый, неприятный, тягостный, мучительный(θεωρία Aesch.; θαῦμα Soph.; κακόν Plat.; βίος Dem.; χωρίον, γεῦμα Plut.; ὑπὸ τῇ δυσχερεστάτῃ γενέσθαι τύχῃ Lys.)
τὰ δισχερῆ Dem., Arst. — затруднительное положение;δυσχερὲς ποιεῖσθαι Thuc. — быть недовольным, раздраженным2) неприязненный, враждебный(δυσχερές τι εἰπεῖν Dem.; δυσχερές τι βουλεύεσθαι κατά τινος Polyb.)
3) (вечно) недовольный, придирчивый, привередливый(περὴ τὰ σιτία Plat.)
-
13 εξικνεομαι
(fut. ἐξίξομαι, aor. 2 ἐξικόμην)1) приходить, прибывать(θεῶν θώκους Hom. или ἕδραν Pind.; ὄρος ἐπ΄ Αἰγίπλαγκτον и πρὸς πεδία Κισθήνης Aesch.)
ἐξικόμην φεύγων τινά Hom. — я прибежал к кому-л.;ἀλλ΄ ἐξίκοιτο ἐν τάχει Soph. — ах, если бы он поскорее пришел;ἐφ΄ ἃ δ΄ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῖτο, πέμπων τοὺς φίλους Plut. — посылая друзей туда, куда не мог прибыть лично2) доходить, простираться(ὀχετὸς ἐξικνεύμενος ἐς τέν ἄνυδρον Her.; εἴς τὰς ἄκρας τιμάς Plut.)
οὐκ ἐξικέσθαι ἐς βυσσόν Her. — не достать дна;τί δρῶντες τοῦδ΄ ἂν ἐξικοίμεθα ; Eur. — что сделать нам, чтобы добиться этого?;ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Her. — на расстоянии полета стрелы;πρὴν τόξευμα ἐξικνεῖσθαι Xen. — прежде, чем приблизиться на расстояние выстрела;ὅσον δυνατός εἰμι ἐξικέσθαι ἀκοῇ Her. — насколько я могу судить понаслышке;ὀφθαλμοὴ οἱ δοκοῦντες ἐπὴ πλεῖστον ἐ. Xen. — глаза, считающиеся наиболее зоркими;περαιτέρω τῆς χρείας ἐξικέσθαι τῇ θεωρίᾳ Plut. — проявить необыкновенную проницательность;ἐ. φρονήσει ἐπί τι Plat. — охватить что-л. мыслью3) быть пригодным, успешно справлятьсяτἀναγκαῖα ἐξικέσθαι Thuc. — суметь выйти из трудного положения4) быть достаточным, хватать(εἴς τι Xen.)
ἂν μὲν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Plat. — если только хватит у нас денег -
14 ημερινος
-
15 οπτικη
ἡ (sc. θεωρία) оптика, наука о зрительных восприятиях Arst. -
16 φυσικος
I31) прирожденный, природный(διδακτὸς ἢ φ. Xen.)
τὸ δίκαιον φυσικόν Arst. (лат. jus naturale) — естественное право2) естественный, физическийἡ φυσικέ ἐπιστήμη (тж. θεωρία или φιλοσοφία) Arst. — основы естествознания;
τὰ πρῶτα καὴ φυσικώτατα Plut. — первоначала природыIIὅ естествоиспытатель, естествоведοἱ φυσικοί Arst., Plut. «физики» ( философы ионической и отчасти элейской школы);
ὅ φυσικώτατος Luc. — первый из философов ионической школы, т.е. Θαλῆς -
17 ατομικός
η, ό[ν]1) личный, индивидуальный; персональный; частный;ατομικά είδη (δπλα) — личное имущество (оружие);
ατομική ΧΡήση — личное потребление;
ατομική καθαριότητα — личная гигиена;
ατομική ιδιοκτησία — частная собственность;
ατομική υπόθεση — частное дело;
ατομικές ελευθερίες — гражданские свободы;
ατομικά δικαιώματα (συμφέροντα) — личные права (интересы);
ατομική ψυχολογία — психология человека;
ατομικό βιβλιάριο — воен, солдатская книжка;
ατομικός επίδεσμος — индивидуальный пакет;
2) атомный;ατομικό βάρος — атомный вес;
ατομική στήλη — или ατομικός αντιδραστήρας — атомный реактор;
ατομική θεωρία (ενέργεια) — атомная теория (энергия);
ατομική βόμβα — атомная бомба;
ατομική έκρηξη — атомный взрыв;
ατομικό όπλο — атомное оружие;
ατομικό υποβρύχιο — атомная подводная лодка
-
18 ενεργητικός
-
19 κβάντουμ
(πλ. κβάντα) τό ακλ. физ. квант;θεωρία των κβάντα квантовая теория -
20 μυλωνάς
ο, μυλωνού η мельни|к, -чиха;§ θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά — погов, внешность обманчива;
όλοι κλαίνε τον πόνο τους ( — или ο καθένας τον πόνο του) κι' ο μυλωνάς τ' αυλάκι — погов, у.кого что болит, тот о том и говорит
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεωρία — θεωρίᾱ , θεώριος box neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc/acc dual θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεωρία — Θεωρίᾱ , Θεωρίη fem nom/voc/acc dual Θεωρίᾱ , Θεωρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεωρίᾳ — Θεωρίᾱͅ , Θεωρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek
θεωρία — η 1. κάθε γενική επιστημονική γνώση ή μια σειρά συλλογισμών που έχουν για σκοπό την εξήγηση ενός συνόλου φαινομένων ή γεγονότων: Ο Δαρβίνος διατύπωσε τη θεωρία της εξέλιξης των όντων. – Κβαντική θεωρία για τη φύση του φωτός. 2. κρίση αστήριχτη:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρίᾳ — θεωρίαι , θεωρία sending of fem nom/voc pl θεωρίᾱͅ , θεωρία sending of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
ενοποιημένου πεδίου, θεωρία — Θεωρία που επιζητά την ενοποίηση των ιδιοτήτων του βαρυτικού, ηλεκτρομαγνητικού και πυρηνικού πεδίου (ισχυρής και ασθενούς πυρηνικής δύναμης), έτσι ώστε όλα τα χαρακτηριστικά της να προκύπτουν από ένα σύστημα εξισώσεων. Λίγο μετά τη διατύπωση της … Dictionary of Greek
αλλοπαθητική θεωρία — Θεωρία για τον ρόλο των φαρμάκων … Dictionary of Greek
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
έμφυτων ιδεών, θεωρία των- — Φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την ύπαρξη έμφυτων ιδεών και αρχών στην ψυχή ή στην ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή ιδεών που ενυπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του και, συνεπώς, δεν είναι προϊόντα ούτε της λογικής ούτε της εμπειρίας. Η… … Dictionary of Greek