Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσ-χερής

  • 1 δυσχερης

        2
        1) трудный, тяжелый, неприятный, тягостный, мучительный
        

    (θεωρία Aesch.; θαῦμα Soph.; κακόν Plat.; βίος Dem.; χωρίον, γεῦμα Plut.; ὑπὸ τῇ δυσχερεστάτῃ γενέσθαι τύχῃ Lys.)

        τὰ δισχερῆ Dem., Arst. — затруднительное положение;
        δυσχερὲς ποιεῖσθαι Thuc. — быть недовольным, раздраженным

        2) неприязненный, враждебный
        

    (δυσχερές τι εἰπεῖν Dem.; δυσχερές τι βουλεύεσθαι κατά τινος Polyb.)

        3) (вечно) недовольный, придирчивый, привередливый

    Древнегреческо-русский словарь > δυσχερης

См. также в других словарях:

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

  • ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»