Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ατομικός

См. также в других словарях:

  • ατομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άτομο και όχι στο σύνολο ή σε ομάδα («ατομικός λογαριασμός», «ατομική υπόθεση») 2. φρ. α) «ατομικά δικαιώματα» ή «ατομικές ελευθερίες» μορφές εγγύησης του Συντάγματος από πιθανές αυθαιρεσίες των φορέων της …   Dictionary of Greek

  • ατομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άτομο, προσωπικός: Το σύνταγμα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άτομα της ύλης: «ατομική θεωρία», η θεωρία του Δημόκριτου σύμφωνα με την οποία η ύλη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • ύφος — το / ὕφος, εος και ους, ΝΑ μτφ. ο ατομικός τρόπος έκφρασης, ο προσωπικός τρόπος σύνθεσης τών λέξεων και φράσεων τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο νεοελλ. 1. γλωσσ. ο τρόπος τής πλοκής τών λέξεων και προτάσεων, ο ιδιαίτερος ατομικός… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια του πυρήνα — Κατάσταση του ατομικού πυρήνα που εξαρτάται από το έλλειμμα μάζας και εκφράζεται με τον λόγο μεταξύ του αριθμού των νετρονίων και του αριθμού των πρωτονίων που υπάρχουν σε αυτόν. Σε ένα διάγραμμα των πυρήνων όπου ο αριθμός των πρωτονίων Ζ (ή… …   Dictionary of Greek

  • υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»