-
101 θετοῖς
-
102 θετού
-
103 θετοῦ
-
104 θετώ
-
105 θετῷ
-
106 θετώς
-
107 θετῶς
-
108 adoptive
[-tiv]adjective his adoptive father.) θετός -
109 усыновлённый
[ουσυναβλιόννυϊ] μτχ./εκ. υιοθετημένος θετός -
110 усыновлённый
[ουσυναβλιόννυϊ] μτχ/εκ. υιοθετημένος θετός -
111 накладной
επ.τοποθετημένος, θετός, βαλτός, βαλμένος• επιθετημένος, επίθιετος. -
112 отец
отца, κλητ. παλ. отце α.1. πατέρας•отец мой! πατέρα μου!•
родной отец πατέρας γεννήτορας (σε αντίθεση με τον θετόν)•
приёмный отец ο θετός πατέρας, ο ψυχοπατέρας.
|| ενδιαφερόμενος σαν πατέρας.2. (πλθ. -цы) οι πρόγονοι, οι προπάτορες•наши- -цы οι προπάτορές μας.
3. παλ. πλθ. -цы οι προεστοί οι πρόκριτοι.4. γενάρχης•Геродот – отец истории ο Ηρόδοτος είναι ο πατέρας της ιστορίας.
|| (προσφώνηση)• πατέρα.5. (εκκλσ.)• отец Афанасий ο πάτερ Αθανάσιος•святые -цы οι πατέρες της εκκλησίας•
-цы собора οι πατέρες της συνόδου.
|| αρχηγός•отец семейства αρχηγός της οικογένειας, ο οικογενειάρχης.
-
113 приёмыш
-а α.θετός γιος ή θετή θυγατέρα. -
114 усыновлённый
επ. από μτχ.υ ιοθετημένος, θετός υιός. -
115 αὐτόθετος
αὐτό-θετος, ον,A self-placed, Sch.D.T.p.220H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόθετος
-
116 δυσαπόθετος
δῠσαπό-θετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαπόθετος
-
117 δυσεπίθετος
δῠσεπί-θετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεπίθετος
-
118 δύσθετος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσθετος
-
119 δυσμετάθετος
δυσμετά-θετος, ον,A hard to alter, of persons, opinionated, Plb.12.26d.5;προαίρεσις Plu.2.799b
; hard to remove, Gal.11.215.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσμετάθετος
-
120 εὐδιάθετος
εὐδιά-θετος, ον,III easy to dispose of (in marriage), Id.s.v. οὐκ εὐ.; also of arguments or objections, Them. in APo.62.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάθετος
См. также в других словарях:
θετός — placed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετός — ή, ό (ΑΜ θετός, ή, όν) [τίθημι] 1. υιοθετημένος («θετός γιος», «θετή κόρη») 2. φρ. α) «θετός πατέρας» αυτός που έχει υιοθετήσει κάποιον β) «θετή μητέρα» αυτή που έχει υιοθετήσει κάποιον μσν. το αρσ. ως ουσ. ο θετός το υιοθετημένο αγόρι μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
θετός — ή, ό 1. τοποθετημένος, βαλμένος. 2. υιοθετημένος: Θετός γιος. – Θετή κόρη. 3. «θετοί γονείς», όχι φυσικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θετά — θετός placed neut nom/voc/acc pl θετά̱ , θετός placed fem nom/voc/acc dual θετά̱ , θετός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετόν — θετός placed masc acc sg θετός placed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοῖς — θετός placed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοί — θετός placed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοῦ — θετός placed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετούς — θετός placed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετῇ — θετός placed fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετή — θετός placed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)