-
61 θετοί
θετόςplaced: masc nom /voc pl -
62 θετούς
θετόςplaced: masc acc pl -
63 θετή
θετόςplaced: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
64 θετήν
θετόςplaced: fem acc sg (attic epic ionic) -
65 kartal
θετός, αϊτός, καρτάλι -
66 üvey
θετός, ετεροθαλής -
67 приёмный
приёмный 1) (об отце и т.п.) θετός· \приёмный сын о θετός γιος, о παραγιός 2): \приёмныйые часы οι ώρες υποδοχής З): \приёмныйые экзамены οι εισιτήριες εξετάσεις* * *1) (об отце и т. п.) θετόςприёмный сын — ο θετός γιος, ο παραγιός
2)приёмные часы́ — οι ώρες υποδοχής
3)приёмные экза́мены — οι εισιτήριες εξετάσεις
-
68 приемный
приемн||ыйприл1. τής ὑποδοχής, τής ἀκροάσεως:\приемныйые часы ὠρες ἀκροάσεως· 2.:\приемныйые испытания είσιτήριοι ἐξετάσεις· \приемныйая комиссия ἡ ἐπιτροπή είσαγωγικών ἐξετάσεων3. (об отце, сыне и т. п.) θετός:\приемный отец ὁ ψυχοπατέρας, ὁ θετός πατήρ· \приемныйая дочь ἡ ψυχοκόρη, ἡ θετή κόρη, ἡ παρακόρη· \приемный сын ὁ ψυχογιός, ὁ θετός υἱός· ◊ \приемный покой ἡ αίθουσα παραλαβής ἀσθενών \приемный пункт τμήμα (или περίπτερο) παραλαβής. -
69 αθετος
-
70 θετών
-
71 θετῶν
-
72 приёмный
επ.1. της λήψης•-ая антена κεραία λήψης.
2. της υποδοχής• της ακρόασης ή της επίσκεψης (ασθενών στο γιατρό)•-ая комната δωμάτιο αναμονής•
часы -а ώρες ακρόασης.
3. εισαγωγικός, της εισαγωγής•-ая комиссия η επιτροπή εισαγωγικών εξετάσεων.
4. ουσ. θ. -ая, -ой δωμάτιο αναμονής.εκφρ.приёмный отец – θετός πατέρας, ψυχοπατέρας•- ая мать – θετή ητέρα, ψυχομάνσ•приёмный сын – θετός γιος, ψυχογιός•- ая дочь – θετή θυγατέρα, παρακόρη, ψυχοκόρη. -
73 εἰς-ποιέω
εἰς-ποιέω, hineinthun, einführen; χορηγοὺς εἰς τὰς λειτουργίας Dem. 20, 19; ἑαυτόν, sich ein-, aufdrängen, κοινωνόν, zum Theilnehmer, Din. 1, 32; εἰς τὴν δύναμιν Plut. Pomp. 16; vgl. Luc. Abdic. 16. An Kindes Statt annehmen u. in die Familie einführen, υἱόν Plat. Legg. IX, 878 a; Dem. 44, 24; εἰς τὸν οἶκον 43, 15; πρὸς ὃν εἰςεποιήϑης 44, 27; ἐπὶ τὸ ὄνομα εἰςποιηϑῆναι 36; Ἄμμωνι ἑαυτόν, sich für einen Sohn des Ammon erklären, Plut. Alex. 50. Auch med., Is. 2, 10 u. öfter, auch Sp.; D. Cass. 44, 5, der auch ἐχϑροὺς ἑαυτῷ εἰςπ. sagt, 38, 12. – Εἰςποιητός, an Kindes Statt angenommen, adoptirt, Is. 3, 46 Dem. 44, 24 u. öfter; B. A. 247 erkl. ϑετός.
-
74 ἐγ-κάθ-ετος
ἐγ-κάθ-ετος, angestellt, angestiftet, bes. zu einem heimlichen Auftrag, um aufzulauern u. dergl.; Plat. Axioch. 368 e; τὸν Ἡρακλείδην ὑπώπτευον ἐγκάϑετον εἶναι Pol. 13, 5, 1; N. T. – Nach Phryn. 333 brauchte es Hyperid. für ϑετός, εἰςποίητος υἱός. – Adv., ἐγκαϑέτως, hinterlistig, betrügerischer Weise, D. Sic. 16, 68.
-
75 αμφιθετος
-
76 αντιθετος
-
77 αποθετος
21) отложенный в сторону, накопленный(χρήματα Plut.)
2) особо хранимый, драгоценный(δωρεά Dem.)
3) сокровенный, тайный(ἔπη Plat.)
4) заброшенный, забытый(ἀκλεές καὴ ἀ. Plut.)
-
78 αστροθετος
-
79 εγχειριθετος
-
80 εκθετος
См. также в других словарях:
θετός — placed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετός — ή, ό (ΑΜ θετός, ή, όν) [τίθημι] 1. υιοθετημένος («θετός γιος», «θετή κόρη») 2. φρ. α) «θετός πατέρας» αυτός που έχει υιοθετήσει κάποιον β) «θετή μητέρα» αυτή που έχει υιοθετήσει κάποιον μσν. το αρσ. ως ουσ. ο θετός το υιοθετημένο αγόρι μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
θετός — ή, ό 1. τοποθετημένος, βαλμένος. 2. υιοθετημένος: Θετός γιος. – Θετή κόρη. 3. «θετοί γονείς», όχι φυσικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θετά — θετός placed neut nom/voc/acc pl θετά̱ , θετός placed fem nom/voc/acc dual θετά̱ , θετός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετόν — θετός placed masc acc sg θετός placed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοῖς — θετός placed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοί — θετός placed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετοῦ — θετός placed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετούς — θετός placed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετῇ — θετός placed fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετή — θετός placed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)