-
1 άθετος
-
2 ἄθετος
-
3 αθετος
-
4 ἄθετος
A without position or place,μονὰς οὐσία ἄ., στιγμὴ δὲ οὐσία θετός Arist.AP0.87a36
, cf. Metaph. 1016b25, 1084b27, Dam.Pr.22.II wasted, useless,χρόνος Plb.18.9.10
; unfit, to be rejected,πρός τι D.S.11.15
: c. dat., ῥευματισμοῖς, σπληνικοῖς, Dsc.1.128, 2.70.6; of persons, incompetent, PAmh.2.64.12 (ii A. D.). Adv. -τως, = ἀθέσμως, lawlessly, despotically, A.Pr. 150 (lyr.); unsuitably,ἔχειν πρός τι Plu.2.715b
, Philum.Ven.2.3. -
5 ἄθετος
-
6 άθετον
-
7 ἄθετον
-
8 αθέτως
-
9 ἀθέτως
-
10 άθετα
-
11 ἄθετα
-
12 άθετοι
-
13 ἄθετοι
-
14 αθετώτατοι
-
15 ἀθετώτατοι
-
16 αθέτου
-
17 ἀθέτου
-
18 αθέτους
-
19 ἀθέτους
-
20 αθέτων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄθετος — without position masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] … Dictionary of Greek
άθετος — η, ο αυτός που δεν τοποθετήθηκε, ατοποθέτητος: Τελικά η κλειδαριά στην εξώπορτα έμεινε άθετη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθέτως — ἄθετος without position adverbial ἄθετος without position masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθετον — ἄθετος without position masc/fem acc sg ἄθετος without position neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθετώτατοι — ἄθετος without position masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέτου — ἄθετος without position masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέτους — ἄθετος without position masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέτων — ἄθετος without position masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθετα — ἄθετος without position neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθετοι — ἄθετος without position masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)