-
1 θεραπεύματα
θεράπευμαa service done to another: neut nom /voc /acc pl -
2 ὁρατικός
A able to see,τὰ ὄμματα ὁ. τῶν πόρρωθεν Arist.GA 781a1
; of persons, Ph.1.336, al.;- κὴ διάνοια Id.2.19
: abs.,ὁρατικὸν τὸ ὁρᾶν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶσθαι Arist.Metaph. 1049b15
; the power of sight,Id.
GA 716a30 ;ἡ ὁ. δύναμις Plu.2.433d
; - κῶν πόνοι pains in the eyes, Vett. Val. in Cat.Cod.Astr.8(1).168, cf. Nech. ap. Vett. Val.279.33. Adv.- κῶς S.E.M.7.355
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρατικός
См. также в других словарях:
θεραπεύματα — θεράπευμα a service done to another neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβάκτρος — ον, Α 1. αυτός που είναι όμοιος με βακτηρία ή αυτός που στηρίζεται σε βακτηρία 2. φρ. «θεραπεύματα παράβακτρα» υπηρεσίες που παρέχονται για στήριγμα, βοήθειες όμοιες με βακτηρίες (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάκτρον] … Dictionary of Greek