Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θεραπεύματα

См. также в других словарях:

  • θεραπεύματα — θεράπευμα a service done to another neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβάκτρος — ον, Α 1. αυτός που είναι όμοιος με βακτηρία ή αυτός που στηρίζεται σε βακτηρία 2. φρ. «θεραπεύματα παράβακτρα» υπηρεσίες που παρέχονται για στήριγμα, βοήθειες όμοιες με βακτηρίες (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάκτρον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»