-
1 θεραπευμα
- ατος τό1) почитание, культ(θεοῦ Plat.)
2) услуга, любезность, внимание3) забота, уход, попечениеτὸ σῶμα (ἔχει) καὴ τὰ θεραπεύματα καὴ τὰ παθήματα Plat. — тело сохраняет (признаки) как забот (о нем), так и страданий
4) лечениеτὰ θεραπεύματα Arst. — способы лечения
5) почтительное отношение, учтивость Plut. -
2 ορατικος
31) способный видеть(τὰ ὄμματα Arst.; ἥ δύναμις Plut.)
2) предназначающийся для зрения, глазной(θεραπεύματα Diog.L.)
-
3 παραβακτρος
2следующий рядом с посохом (слепца)
См. также в других словарях:
θεραπεύματα — θεράπευμα a service done to another neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβάκτρος — ον, Α 1. αυτός που είναι όμοιος με βακτηρία ή αυτός που στηρίζεται σε βακτηρία 2. φρ. «θεραπεύματα παράβακτρα» υπηρεσίες που παρέχονται για στήριγμα, βοήθειες όμοιες με βακτηρίες (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάκτρον] … Dictionary of Greek