-
1 παρά-βακτρος
παρά-βακτρος, neben, am Stabe, ϑεραπεύματα, Eur. Phoen. 1548.
См. также в других словарях:
θεραπεύματα — θεράπευμα a service done to another neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβάκτρος — ον, Α 1. αυτός που είναι όμοιος με βακτηρία ή αυτός που στηρίζεται σε βακτηρία 2. φρ. «θεραπεύματα παράβακτρα» υπηρεσίες που παρέχονται για στήριγμα, βοήθειες όμοιες με βακτηρίες (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάκτρον] … Dictionary of Greek